Βιογραφία H
Οσία Δομνίνα καταγόταν από την πόλη Κύρο της Συρίας και έζησε κατά το
πρώτο μισό του 5ου αιώνα μ.Χ. Οι γονείς της, ευσεβείς και πλούσιοι, την
είχαν αναθρέψει χριστιανικότατα, και της παρείχαν τα μέσα για
ελεημοσύνες και άλλα καλά έργα. Ο επίσκοπος Θεοδώρητος, βλέποντας
την τόσο ζωντανή ευσέβεια της, την εκτιμούσε πολύ και την
χρησιμοποιούσε σαν παράδειγμα στις πλούσιες νέες, που νόμιζαν, ότι
μπορούσαν να συμβιβάσουν τη χριστιανοσύνη τους με τις κοσμικές
επιδείξεις και ματαιότητες. Και, όσες φορές έβλεπε κόρη, που ποθούσε να
ακολουθήσει τον Ευαγγελικό δρόμο, της συνιστούσε να συναναστρέφεται τη
Δομνίνα. Κατά τα δειλινά, η Δομνίνα συνήθιζε να πηγαίνει στη
γειτονική της εκκλησία, όπου έκανε δεήσεις μέσα στη σιγή του ναού. Έτσι,
με τέτοιες άγιες ασχολίες, τελείωσε η Δομνίνα τη ζωή της και πήγε στα
αθάνατα σκηνώματα, που αποτέλεσαν το διαρκή και διακαή πόθο της σ' όλη
τη διάρκεια της επίγειας ζωής της.
Εορτάζει την 1 Μαρτίου εκάστου έτους.
Βιογραφία Ο
Όσιος Κασσιανός γεννήθηκε στην Ρώμη από γονείς ευσεβείς και επιφανείς,
οι οποίοι φρόντισαν να τον αναθρέψουν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Η
γνωριμία και η συναναστροφή του, από την παιδική του ηλικία, με Αγίους
ανθρώπους επέδρασε ευεργετικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και του
όλου τρόπου ζωής του. Σπούδασε την επιστήμη της φιλοσοφίας και της
αστρονομίας και μελέτησε ιδιαίτερα τα συγγράμματα των Πατέρων και την
Αγία Γραφή. Ο Όσιος ακολούθησε το μοναχικό βίο, γενόμενος μοναχός
σε μία σκήτη και επισκέφθηκε τα μοναστήρια της Αιγύπτου και της
Θηβαΐδας, της Νιτρίας, της Ασίας και της Καππαδοκίας. Ο Άγιος Νικόδημος ο
Αγιορείτης γράφει χαρακτηριστικά: «ὁ Ἅγιος μετέβη εἰς διαφόρους τόπους
καὶ συνήντησε ἁγίους καὶ γνωστικωτάτους Ὁσίους καὶ τᾶς ἀρετᾶς ὅλων
συναθροίζει εἰς τὸν ἐαυτόν του, ὡς ἄλλη φιλόπονος μέλισσα, ὥστε καὶ
αὐτὸς ἔγινε εἰς τοὺς ἄλλους τύπος καὶ παράδειγμα παντὸς εἴδους ἀρετῆς.
Ὅθεν ἀνώτερος τῶν παθῶν γενόμενος καὶ τὸν νοῦν καθαρίσας, ἐγνώρισε τὴν
τελείαν κατὰ τῶν παθῶν νίκην». Στον πρώτο τόμο της Φιλοκαλίας,
περιλαμβάνονται δύο λόγοι του Οσίου Κασσιανού, «Πρὸς Κάστορα Ἐπίσκοπον,
περὶ τῶν ὀκτὼ τῆς κακίας λογισμῶν, γαστριμαργίας, πορνείας, φιλαργυρίας,
ὀργῆς, λύπης, ἀκηδίας, κενοδοξίας καὶ ὑπερηφανείας» και «Πρὸς Λεόντιον
ἡγούμενον, περὶ τῶν κατὰ τὴν Σκήτην ἁγίων Πατέρων καὶ λόγος περὶ
διακρίσεως», που δείχνουν την καθαρότητα της ζωής του και το ορθόδοξο
φρόνημά του και προξενούν μεγάλη ωφέλεια. Ο δε Όσιος Ιωάννης της
Κλίμακος πλέκει δίκαιο εγκώμιο στον Όσιο Κασσιανό στον περί υπακοής Λόγο
του. Ο Όσιος Κασσιανός κοιμήθηκε με ειρήνη. Εορτάζει στις 29 Φεβρουαρίου.
Βιογραφία Η
Αγία νεομάρτυς Κυράννα γεννήθηκε στο χωριό Αβυσσώκα ή Βυρσόκα, στη
σημερινή Όσσα της Θεσσαλονίκης, από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Στο
Μαρτύριό της αναφέρεται ότι ήταν εξαιρετικά όμορφη. Αυτή η εξωτερική
ομορφιά της Κυράννας, που δεν ήταν τίποτε άλλο από το αντικατόπτρισμα
της εσωτερικής της ωραιότητας, αποτέλεσε και την αφορμή να οδηγηθεί στο
μαρτύριο, καθώς κάποιος γενίτσαρος, εισπράκτορας των φόρων στο χωριό της
Κυράννας, που την ερωτεύθηκε, προσπάθησε επανειλημμένα με κολακείες και
δώρα να την ελκύσει και να την πείσει να αλλαξοπιστήσει, για να τη
νυμφευθεί. Επειδή όμως η Κυράννα δεν αποδεχόταν τις κολακείες, ούτε πολύ
περισσότερο τα δώρα του Τούρκου, αυτός νομίζοντας πως θα την κάμψει με
τον φόβο άρχισε να την απειλεί ότι θα την βασανίσει σκληρά και τέλος θα
την θανατώσει, αν δεν υποχωρήσει και δεν αρνηθεί την πίστη της. Αλλά
ούτε αυτά τα μέσα έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα για το γενίτσαρο. Τότε την
οδήγησε βίαια στον κριτή της Θεσσαλονίκης και ψευδομαρτύρησε εναντίον
της, ότι του είχε δηλώσει ότι θα αλλαξοπιστήσει για να τη νυμφευθεί,
αλλά τελικά δεν τήρησε την υπόσχεσή της. Η Αγία Κυράννα με πνευματική
ανδρεία ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Έτσι οι Τούρκοι την
οδήγησαν στη φυλακή. Ο γενίτσαρος, που την οδήγησε στον κριτή,
ζήτησε και έλαβε την άδεια του Αλή Εφέντη, μπέη του κάστρου της
Θεσσαλονίκης, να επισκέπτεται την Αγία στη φυλακή, όπου με κολακείες
αλλά και βασανιστήρια προσπαθούσε να την μεταπείσει. Όταν έφευγε αυτός,
συνέχιζε τα βασανιστήρια ο δεσμοφύλακας, τον οποίο έλεγχαν για την
σκληρότητά του τόσο οι υπόλοιποι φυλακισμένοι, όσο και κάποιος άλλος
φύλακας Χριστιανός. Κάποια φορά ο γενίτσαρος επισκέφθηκε και πάλι
την Αγία στη φυλακή και την βασάνισε μέχρι θανάτου. Ο Χριστιανός
φύλακας επέπληξε τότε δριμύτατα το δεσμοφύλακα και τον απείλησε ότι θα
τον καταγγείλει στο πασά, επειδή επέτρεπε να εισέρχονται στη φυλακή
παράνομα άνθρωποι ξένοι και να βασανίζουν τους φυλακισμένους. Έτσι, όταν
μετά από λίγο ο γενίτσαρος ξαναήλθε στη φυλακή, φοβούμενος ο
δεσμοφύλακας δεν του επέτρεψε την είσοδο. Αυτός τότε τον κατήγγειλε στον
Αλή Εφέντη, ο οποίος τον κάλεσε και τον επέπληξε, γιατί παράκουσε τις
διαταγές του. Ύστερα από αυτό το γεγονός, ο δεσμοφύλακας επέστρεψε
οργισμένος στη φυλακή και ξέσπασε πάνω στην Κυράννα, την οποία κρέμασε
και άρχισε να χτυπά αλύπητα. Μπροστά σε αυτό το θέμα όλοι οι
φυλακισμένοι, ακόμη και οι Μωαμεθανοί, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να
καταφέρονται εναντίον του δεσμοφύλακος, ο οποίος άφησε την Αγία
κρεμασμένη κι έφυγε. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1751 μ.Χ. Κατά τις
πρώτες πρωϊνές ώρες ένα θείο φως κάλυψε ξαφνικά το σώμα της Αγίας
Κυράννας, η οποία άφηνε την τελευταία της πνοή, και ύστερα εξαπλώθηκε σε
όλη την φυλακή. Μπροστά σε αυτό το θαύμα οι Χριστιανοί ευχαριστούσαν
τον Κύριο, ενώ οι Μωαμεθανοί ενόμιζαν ότι ήταν φωτιά και
τρομοκρατήθηκαν. Ο Χριστιανός φύλακας, ο οποίος πήγε να κατεβάσει
την κρεμασμένη Αγία, τη βρήκε νεκρή. Στο μεταξύ το φως είχε υποχωρήσει,
αλλά παρέμενε σε όλο το χώρο μια άρρητη ευωδία. Ο φύλακας τότε,
περιποιήθηκε το ιερό λείψανο της Μάρτυρος, το οποίο την επόμενη μέρα
παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη. Στο
Συναξάρι της Νεομάρτυρος αναφέρεται ότι το σκήνωμα της Αγίας
ενταφιάσθηκε «ἔξω τῆς πόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἐνταφιάζονται καὶ τῶν λοιπῶν
Χριστιανῶν τὰ λείψανα», δηλαδή στο Κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής. Ασματική ακολουθία της συνέγραψε ο Χριστόφορος Προδρομίτης. Ως
ημέρα της μνήμης της Νεομάρτυρος αναφέρεται σε Λαυρεωτικό Κώδικα η 1η
Ιανουαρίου. Στην Όσσα όμως, η Αγία Κυράννα εορτάζεται στις 8 Ιανουαρίου.
Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ίσως είναι το ότι ο εορτασμός
της κατά τις 28 Φεβρουαρίου συχνά συνέπιπτε με την περίοδο της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής, περίοδο χαρμολύπης, ενώ στις 8 Ιανουαρίου επιπλέον οι
κάτοικοι της Όσσας ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στο χωριό τους εξαιτίας των
εορτών των Χριστουγέννων. Η μνήμη της Αγίας τιμάται πανηγυρικά και από
τους Οσσαίους της Θεσσαλονίκης και στο ναό της Αχειροποιήτου κατά τη
Κυριακή μετά τις 8 Ιανουαρίου. Στο χωριό Όσσα, βρίσκεται ο Ιερός
Ναός της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Κυράννας, που είναι και πολιούχος της
κοινότητας, αφιερωμένος στη μνήμη της νεομάρτυρος Κυράννας. Ο ναός
κτίστηκε το 1840 μ.Χ., όπως αναφέρει ο Αστέριος Θηλυκός ή το 1868 μ.Χ.
σύμφωνα με επιγραφή κτίσεως. Σε αυτόν φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα
της Αγίας Κυράννας, φιλοτεχνημένη γύρω στο 1870, από τον Χριστόδουλο
Ιωάννου Ζωγράφο από την Σιάτιστα.
Ἀπολυτίκιον Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Χαίρε
Όσσης ο γόνος και θείον βλάστημα, Παρθενομάρτυς Κυράννα Νύμφη Χριστού
του Θεού, η αθλήσασα στερρώς υστέροις έτεσι, και καθελούσα τον εχθρόν,
καρτερία σταθερά. Και νυν απαύστως δυσώπει, υπέρ των πίστει τιμώντων,
την μακαρίαν σου άθλησιν.
Βιογραφία Ο
Όσιος Τίτος πριν γίνει μοναχός ήταν στρατιώτης. Κάποτε, εξαιτίας ενός
σοβαρού τραυματισμού, ασθένησε βαριά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον
στρατό και να εγκαταβιώσει στα Σπήλαια της Λαύρας του Κιέβου. Εκεί,
αφού πέρασε την υπόλοιπη ζωή με προσευχές και μετάνoιες κοιμήθηκε με
ειρήνη περί τον 11ο αιώνα μ.Χ.
Εορτάζει στις 27 Φεβρουαρίου εκάστου έτους.
Βιογραφία Η
Αγία Μεγαλομάρτυς Φωτεινή καταγόταν από την Σαμαρειτική πόλη Σιχάρ .
Τις πρώτες πληροφορίες για την Αγία τις βρίσκουμε στο Δ΄ κεφάλαιο του
κατά Ιωάννην Ευαγγελίου (Δ' 1 - 38). Κάθε μεσημέρι πήγαινε έξω
από την πόλη, στο πηγάδι το λεγόμενο του Ιακώβ, και εγέμιζε την στάμνα
της. Εκεί, μια ημέρα, συνάντησε τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος εφανέρωσε σ'
αυτήν όλη τη ζωή της. Ο Κύριος είπε στην Αγία, ότι Αυτός είναι « τό ὕδωρ
τό ζῶν», δηλαδή η αστείρευτη πηγή του Αγίου Πνεύματος. Αυτό το
«πνευματικό ὕδωρ» έδωσε ο Κύριος στη Σαμαρείτιδα, η οποία εβαπτίσθηκε
Χριστιανή μεταξύ των πρώτων γυναικών της Σαμάρειας και ονομάσθηκε
Φωτεινή. Από τότε αφιέρωσε τον εαυτό της στη διάδοση του
Ευαγγελίου στην Αφρική και στη Ρώμη. Εκεί έλαβε και μαρτυρικό θάνατο από
τον αυτοκράτορα Νέρωνα (54 - 68), όταν αυτός έμαθε ότι η Αγία Φωτεινή
έκανε Χριστιανές τη θυγατέρα του Δομνίνα και μερικές δούλες της. Μαζί με την Αγία Φωτεινή εμαρτύρησαν οι υιοί της και οι πέντε αδελφές της.
Εορτάζει στις 26 Φεβρουαρίου εκάστου έτους.
Ιερά Λείψανα
Η Κάρα της Αγίας βρίσκεται στην Ιερά Μονή Γρηγορίου Αγίου Όρους. Ένας εκ των ποδών και μία ωμοπλάτη της Αγίας βρίσκονται στην Ιερά Μονή Ιβήρων Αγίου Όρους. Μία ωλένη με σάρκα της Αγίας βρίσκεται στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους. Αποτμήματα
του Ιερού Λειψάνου της Αγίας βρίσκονται στίς Μονές Αγίας Λαύρας
Καλαβρύτων, Γηρομερίου Φιλιατών, Νταού Πεντέλης και Κύκκου Κύπρου.
Βιογραφία Ο
Άγιος Ρηγίνος γεννήθηκε στην Λεβαδιά της Βοιωτίας στις αρχές του 4ου
αιώνα μ.Χ. από ευσεβείς και ενάρετους γονείς, οι οποίοι τον βοήθησαν να
λάβει την θύραθεν παιδεία αλλά και την ορθόδοξη αγωγή. Η αγάπη του για
τον Κύριο και η πνευματική του πρόοδος τον μεταμόρφωσαν σε σκεύος
εκλογής και σε ναό της Αγίας Τριάδας. Ο Άγιος έζησε την εποχή που
βασίλευσαν οι δύο υιοί του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο μεν Κωνστάντιος στην
Κωνσταντινούπολη (Ανατολή), ο δε Κώνστας στη Ρώμη (Δύση). Και οι δύο
διάδοχοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου είχαν ανατραφεί με τις αρχές της
χριστιανικής πίστεως, αλλά ο μεν Κωνστάντιος συνειδητά είχε αποδεχθεί
τις αρχές του Αρειανισμού, ο δε Κώνστας παρέμεινε πιστός στις δογματικές
αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Και οι δύο είχαν ως κοινά
χαρακτηριστικά της θρησκευτικής τους πολιτικής, αφ' ενός με την
καταπολέμηση της εθνικής θρησκείας, αφ' ετέρου δε την υπεράσπιση της
ενότητας της Εκκλησίας. Η εκκλησιαστική τους πολιτική είχε ως
συνέπεια όχι μόνο την συντήρηση, αλλά και την διεύρυνση της
εκκλησιαστικής διασπάσεως μεταξύ των οπαδών και των αντιπάλων της Α΄
Οικουμενικής Συνόδου. Οι συνεχείς παρεμβάσεις, αυθαίρετες ή μη, στα
εκκλησιαστικά πράγματα υπήρξαν πηγή εντάσεως στις αρειανικές έριδες του
4ου αιώνος μ.Χ. Έτσι ο Άγιος απεστάλη στη νήσο Σκόπελο από τον θείο του Αχίλλειο, για να ενισχύσει τους εξορίστους που
βρίσκονταν εκεί και να τους στερεώσει στην ορθόδοξη πίστη. Σύμφωνα
με κάποιες πληροφορίες του Συναξαριστή του Αγίου Αχιλλείου, ο Άγιος
Ρηγίνος παρακολούθησε τις εργασίες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου το 325
μ.Χ. μαζί με τον Αγιο Αχίλλειο. Όμως, μολονότι καταδικάστηκε ομόφωνα από
τους Αγίους Πατέρες η αίρεση του Αρειανισμού, οι οπαδοί του Αρείου δεν
εξέλιπαν και συνέχιζαν να διαδίδουν τις αιρετικές κακοδοξίες τους.
Επικράτησε εκ νέου μεγάλη αναταραχή στους κόλπους της Εκκλησίας, κρίση
και κατά συνέπεια χωρισμός σε δύο παρατάξεις, κάτι που ανησύχησε
ιδιαίτερα τους δύο αυτοκράτορες Κωνστάντιο και Κώνστα. Τελικά οι δύο
αυτοκράτορες συμφώνησαν να συγκληθεί μια νέα Σύνοδος στη Σαρδική
(Σόφια). Πράγματι η Σύνοδος συγκλήθηκε το 343 μ.Χ. Έλαβε μέρος και ο
Άγιος Ρηγίνος, ο οποίος ανασκεύασε όλες τις αιρέσεις με τον λόγο και την
τόλμη της γνώμης του. Μετά την λήξη της Συνόδου ο Άγιος Ρηγίνος
επέστρεψε στη Σκόπελο. Αλλά και πάλι η Εκκλησία του Χριστού
εκλυδωνίσθηκε και ταράχθηκε από τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως
Ιουλιανό τον Παραβάτη (361 - 363 μ.Χ.), ο οποίος θέλησε να επαναφέρει
την θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων. Στη διάρκεια των διωγμών που
διέταξε ο βασιλέας, έφθασε στην Σκόπελο ο Έπαρχος της Ελλάδος και των
Σποράδων. Αμέσως κάλεσε τον ποιμενάρχη της Σκοπέλου και του υπέδειξε να
αλλάξει πίστη και να ασπασθεί την ειδωλολατρία. Όμως ο Αγιος περιφρόνησε
την υπόδειξή του και ενέμεινε με πνευματική ανδρεία και σταθερότητα
στην πατρώα ευσέβεια. Στις 25 Φεβρουαρίου του 362 μ.Χ. οδηγήθηκε για
τελευταία φορά ενώπιον του Επάρχου. Στις προτροπές του να αρνηθεί τον
Χριστό, ο Άγιος δεν έδωσε καμία απάντηση. Έτσι οδηγήθηκε στο στάδιο της
νήσου, όπου υπέστη και άλλα φρικτά βασανιστήρια, και ακολούθως στη θέση
«Παλαιό γεφύρι», όπου αποκόπηκε από τον δήμιο η τίμια κεφαλή του. Τη
νύχτα οι Χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο σκήνωμα του Αγίου και το
ενταφίασαν μέσα στο δάσος του υπερκείμενου λόφου, όπου βρίσκεται μέχρι
σήμερα ο τάφος του.
Εορτάζει στις 25 Φεβρουαρίου εκάστου έτους.
Βιογραφία Η Αγία Γοργονία, ήταν η νεότερη αδελφή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και κόρη της ευσεβούς Νόννας και του επισκόπου Ναζιανζού Γρηγορίου
ανατράφηκε από τούς γονείς της «με παιδεία και νουθεσία Κυρίου».
Αναδείχθηκε δε, ισάξια σε αρετή και αγιότητα βίου και με τους άλλους
αδελφούς της. Διακρίθηκε για την οξύνοιά της, την προσήλωσή της στις
Άγιες γραφές, ήταν δε κόσμια, σεμνή, διακριτική και ταπεινή στο φρόνημα. Νυμφεύθηκε
τον Αλύπιο και απέκτησε πέντε τέκνα, δύο αγόρια, τα οποία αφιερώθηκαν
στον Θεό, και τρεις θυγατέρες, την Αλυπιανή, την Ευγενία και τη Νόννα.
Μία όμως αρρώστια την έστειλε πρόωρα να συναντήσει τον λυτρωτή και
νυμφίο Χριστό το έτος 370 μ.Χ., σε ηλικία 38 ετών.
Εορτάζει στις 23 Φεβρουαρίου εκάστου έτους.
Βιογραφία Ο
Άγιος Ιερομάρτυς Κορνήλιος γεννήθηκε το έτος 1501 μ.Χ. στη Ρωσία από
εύπορη και ευγενή οικογένεια. Έλαβε την εκπαίδευσή τους κοντά σε ένα
γέροντα μοναχό στη μονή Μιρόζ του Πσκωφ, στην οποία τον απέστειλαν οι
ευσεβείς γονείς του. Μετά το πέρας των σπουδών του αποφάσισε να
ακολουθήσει την οδό της μοναχικής πολιτείας και να γίνει μοναχός. Την
απόφασή του αυτή πραγματοποίησε, με τη Χάρη του Θεού, όταν επισκέφθηκε
την Μονή των Σπηλαίων του Πσκωφ και εντυπωσιάσθηκε από την
κατανυκτικότητα των ιερών Ακολουθιών και το κάλλος της φύσεως. Σε
ηλικία 28 ετών εξελέγη ηγούμενος της μονής και μερίμνησε για την κατά
Θεό προκοπή και αύξηση αυτής. Επί των ημερών του ο αριθμός των μοναχών
αυξήθηκε από δεκαπέντε σε διακόσιους. Παράλληλα ο Όσιος φρόντισε
για την ανακαίνιση της μονής και την ανέγερση ναών εντός αυτής και
καλλιέργησε το φιλανθρωπικό έργο της μονής στους λαούς των Αιστιών και
των Σαετίων, που ζούσαν στην περιοχή. Διάδωσε την Ορθοδοξία, έκτισε
ναούς, πανδοχεία, ορφανοτροφεία και οικοτροφεία για τους ασθενείς και
τους πτωχούς. Κατά την διάρκεια φοβερού λοιμού στην περιοχή του Πσκωφ ο
Όσιος Κορνήλιος, μιμούμενος τον Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα,
συμπαραστεκόταν στους ασθενείς φροντίζοντάς τους, τους Κοινωνούσε και
έψαλλε την Εξόδιο Ακολουθία σε εκείνους που απέθνησκαν. Κατέγραφε
μάλιστα τα ονόματα τον κεκοιμημένων σε ένα βιβλίο, που το αποκαλούσε
«πρυμναία βίβλο» από τον συμβολισμό της πρύμνης του πλοίου, και τα
μνημόνευε στις προσευχές του, αφού το βιβλίο αυτό για τον Όσιο σήμαινε
τη μνήμη των κεκοιμημένων. Κατά τον Λιβονικό πόλεμο ο Όσιος
κήρυττε τον Χριστιανισμό στις κατεχόμενες πόλεις, ανήγειρε ναούς και
βοηθούσε γενναιόδωρα τους Αιστίους και Λιβονούς, οι οποίοι χειμάζονταν
από τον πόλεμο. Μέσα στη μονή περιποιόταν με αυταπάρνηση τους τραυματίες
και ακρωτηριασμένους, ενταφίαζε τους νεκρούς στα σπήλαια και χάραζε τα
ονόματά τους στο Συνοδικό της μονής υπέρ της αιωνίας μνήμης αυτών. Ακόμη
και στις πολεμικές επιχειρήσεις ο Όσιος δεν δίστασε να συμπαρασταθεί
στους πολεμιστές. Το έτος 1570 μ.Χ., ευλόγησε τα Ρώσικα στρατεύματα που
πολιορκούσαν την πόλη του Θελίν και την ίδια μέρα οι πολιορκημένοι
Γερμανοί παρέδωσαν πράγματι οικιοθελώς την πόλη. Επιπλέον, σε καιρό ειρήνης, ο Όσιος Κορνήλιος ασχολήθηκε με την συγγραφή και τη συλλογή βιβλίων για την βιβλιοθήκη της μονής. Η
μονή των Σπηλαίων αναδείχθηκε φάρος της Ορθοδοξίας για το Ρωσικό λαό
και προμαχώνας εναντίων των εξωτερικών εχθρών της Ρωσίας. Όμως ο Όσιος
έπεσε θύμα των εσωτερικών ταραχών που ξέσπασαν στη χώρα και
αποκεφαλίσθηκε από τον τσάρο Ιβάν τον Τρομερό το έτος 1570 μ.Χ., σε
ηλικία 69 ετών, όπως μας πληροφορεί το Χρονικό που συνέταξε ο
ιεροδιάκονος Πιτιρίμ. Ο τσάρος αμέσως αναγνώρισε ότι ο Όσιος
έπεσε θύμα διαβολής και συκοφαντιών και αφού μετανόησε μετέφερε ο ίδιος
το ιερό λείψανο του Οσίου Κορνηλίου στη μονή. Ο δρόμος τον οποίο διήνυσε
ο τσάρος φέροντας στα χέρια του το ματωμένο λείψανο του Οσίου
ονομάσθηκε «οδός του αίματος». Το ιερό σκήνωμα ενταφιάσθηκε στη μονή των
Σπηλαίων, όπου και παρέμεινε άφθορο επί 120 χρόνια. Το έτος 1690 μ.Χ.
ανεκομίσθη από τον Μητροπολίτη Πσκωφ και Ιζμπόρσκ Μάρκελλο στον
καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Νέα ανακομιδή των ιερών
λειψάνων έγινε κατά τα έτη 1872 μ.Χ. και 1892 μ.Χ., οπότε και τα
εναπέθεσαν εντός νέων θηκών.
Εορτάζει στις 20 Φεβρουαρίου εκάστου έτους.
Ιερά Λείψανα
Τα Λείψανα του Αγίου βρίσκονται στη Μονή των Σπηλαίων του Πσκώφ.
Βιογραφία Ο
Όσιος Αγαπητός καταγόταν από την Καππαδοκία και γεννήθηκε από ευσεβείς
και φιλόθεους γονείς. Έζησε κατά την εποχή των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού
(284 - 305 μ.Χ.) και Μαξιμιανού (285 - 305 μ.Χ.). Σε νεαρή ηλικία
αναχώρησε για μοναστήρι κοντά στη Σίναο και έγινε μοναχός. Αγαπήθηκε από
τον Ηγούμενο, εξαιτίας της ενάρετης ζωής του και διδάχθηκε τα ιερά
γράμματα. Έλαβε δε από τον Θεό και το χάρισμα των θαυμάτων. Με την
προσευχή θανάτωσε δράκοντα μεγάλο, που φανερώθηκε κοντά στο μοναστήρι
και αφάνιζε ανθρώπους και ζώα και ευεργετούσε τους προστρέχοντες σε
αυτόν. Αργότερα, επί αυτοκράτορα Λικινίου (308 - 323 μ.Χ.), ο
Όσιος Αγαπητός προσελήφθη στο στράτευμα. Εκεί είδε να βασανίζονται για
την πίστη τους στον Χριστό οι καλλίνικοι Μάρτυρες Βικτώριος, Δωρόθεος,
Θεόδουλος, Αγρίππας και άλλοι πολλοί . Αμέσως θέλησε και αυτός να γίνει κοινωνός του μαρτυρίου τους.
Και ενώ εκείνοι ετελειώθησαν εν Χριστώ διά του ξίφους, αυτός
διαφυλάχθηκε σώος και αβλαβής, αν και τον κτύπησαν με ακόντιο, κατ'
οικονομία Θεού, για να οδηγήσει πολλούς στη σωτηρία. Μετά την
στρατιωτική θητεία και όταν πλέον αυτοκράτορας ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος
(324 - 337 μ.Χ.), ο Άγιος Αγαπητός επιδόθηκε στη μελέτη του ιερού
Ευαγγελίου και ο Επίσκοπος της πόλεως Σινάου τον χειροτόνησε Πρεσβύτερο.
Μετά την κοίμηση του Επισκόπου του και ύστερα από κοινή γνώμη κλήρου
και λαού, εξελέγη Επίσκοπος. Ο Όσιος Αγαπητός αφού αρχιεράτευσε θεοφιλώς, κοιμήθηκε με ειρήνη.
Εορτάζει στις 18 Φεβρουαρίου εκάστου έτους.
Βιογραφία Ο
νεομάρτυρας αυτός καταγόταν από την Αλβανία. Σε ηλικία 40 χρονών πήγε
στην Κωνσταντινούπολη και έκανε το επάγγελμα του κηπουρού. Κάποια μέρα
φιλονίκησε με έναν Τούρκο για την τιμή των μήλων που πουλούσε. Συνελήφθη
και οδηγήθηκε στον Κριτή, συκοφαντούμενος, ότι είπε ότι θα γίνει
Τούρκος. Τότε τον έριξαν στη φυλακή, χωρίς ψωμί και νερό, και τον
βασάνισαν σκληρά. Στην ίδια φυλακή βρισκόταν και ο λόγιος Καισάριος
Δαπόντε, που παρακολούθησε τα βασανιστήρια του Αγίου και αργότερα έγραψε
το μαρτύριο του. Ο Χρήστος παρέμεινε σταθερός στην πίστη των πατέρων
του και αποκεφαλίστηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1748 μ.Χ. στην
Κωνσταντινούπολη.
Εορτάζει στις 12 Φεβρουαρίου εκάστου έτους.
Βιογραφία Η
Αγία Θεοδώρα, η βασίλισσα, γεννήθηκε στην Έβεσσα της Παφλαγονίας, το
815 μ.Χ., από ευσεβείς γονείς, τον δρουγγάριο Μαρίνο και την ενάρετη
Θεοκτίστη που διακρινόταν για την ευλάβειά της και την προσήλωσή της
στην ορθόδοξη πίστη. Η Αγία είχε τρεις άλλες αδελφές, τη Σοφία, της
Μαρία και την Ειρήνη και δύο αδελφούς, τον Βάρδα και τον Πετρωνά. Το
έτος 830 μ.Χ. νυμφεύθηκε τον αυτοκράτορα Θεόφιλο (829 - 842 μ.Χ.), ο
οποίος ήταν εικονομάχος. Παρά το εικονομαχικό κλίμα που επικρατούσε, η
Θεοδώρα εξακολουθούσε να τιμά τις ιερές εικόνες και να τις φυλάσσει
κρυφά στα δώματά της. Η μητέρα της, Θεοκτίστη, εγκατέλειψε τα ανάκτορα
και αποσύρθηκε σε γυναικεία μονή, την οποία η ίδια είχε ιδρύσει. Το
842 μ.Χ. ο Θεόφιλος πέθανε και η Αγία Θεοδώρα ανέλαβε την βασιλεία και
την εποπτεία του ανήλικου υιού της Μιχαήλ, με συνεπιτρόπους τον αδελφό
της Βάρδα, τον εκ του πατέρα της θείου της, που ήταν μάγιστρος και τον
λογοθέτη Θεόκτιστο. Η πρώτη ενέργεια ήταν η απομάκρυνση του εικονομάχου
Πατριάρχου Ιωάννου και η εκλογή του Αγίου Μεθοδίου.
Η Σύνοδος, που συνήλθε στις 11 Μαρτίου του 843 μ.Χ., αποφάσισε την
αναστήλωση των Αγίων εικόνων και ανόρθωσε την διδασκαλία της Ζ'
Οικουμενικής Συνόδου. Η μεγαλοπρεπής πανήγυρη ετελέσθη την Α' Κυριακή
των Νηστειών, στο ναό της Αγίας Σοφίας, που από τότε καθιερώθηκε ως
Κυριακή της Ορθοδοξίας. Αλλά εκτός από το ζήτημα των εικόνων, την
Αγία Θεοδώρα απασχόλησαν και άλλοι ποικίλοι εσωτερικοί και εξωτερικοί
περισπασμοί, όπως οι επιδρομές των Αράβων στη Σικελία και Μικρά Ασία, οι
επαναστάσεις των Σλάβων της Πελοποννήσου και των Παυλιανιτών της Μικράς
Ασίας, οι εκστρατείες κατά των Αράβων της Κρήτης, της Συρίας και της
Αιγύπτου, και οι περιπλοκές με τον ηγεμόνα των Βουλγάρων Βόγορι, τον
οποίο οδήγησε στην Ορθοδοξία. Έτσι, εμπιστεύτηκε την ανατροφή του υιού
της στον αδελφό της Βάρδα, ο οποίος, με σκοπό το δικό του συμφέρον,
ενθάρρυνε και ενίσχυε κάθε ροπή του νεαρού βασιλέως προς την ακολασία. Η
δολοφονία του λογοθέτου Νεοκτίστου κατέστησε τον αδελφό της Αγίας
πανίσχυρο, ώστε να περιφρονεί και να απειλεί και την ίδια. Αργότερα,
ο ίδιος ο υιός της Αγίας, Μιχαήλ, και ο αδελφός της Βάρδας, διέταξαν
τον εγκλεισμό της, μαζί με τις θυγατέρες της Άννα, Θέκλα, Αναστασία,
Μαρία και Πουλχερία, στη Μονή Γαστριών, στην περιοχή των Υψομαθείων και
την κουρά της ως μοναχής. Εκεί η Αγία Θεοδώρα αφοσιώθηκε στην προσευχή
και στην άσκηση. Κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη το έτος 867 μ.Χ., το δε ιερό
λείψανό της φυλάσσεται με ευλάβεια στο ναό της Παναγίας Σπηλαιωτίσσης
στην Κέρκυρα. Εορτάζει στις 11 Φεβρουαρίου εκάστου έτους.
Ιερά Λείψανα
Το Λείψανο της Αγίας βρίσκεται αδιάφθορο στο Ναό Παναγίας Σπηλαιώτισσας Κερκύρας.
Βιογραφία Ο
Άγιος Πέτρος ήταν Ιερέας με πλήρη συνείδηση των υποχρεώσεων του προς
τον Χριστό και τον λαό. Με το προσωπικό του παράδειγμα, άμεμπτο και
διδακτικότατο, φώτιζε και κατάρτιζε τους πιστούς με τα τακτικά και
πρακτικότατα κηρύγματα του. Αυτός μάλιστα είναι και ο συγγραφέας της
Νηπτικής βίβλου, που εμπεριέχεται στη Φιλοκαλία. Την αγάπη του
προς τον Χριστό, δεν την έδειχνε μόνο σε καιρούς ειρηνικούς, αλλά και σε
δύσκολους. Έτσι, περί το 775 μ.Χ. στεφάνωσε τη ζωή του αφού πρόθυμα
έδωσε το κεφάλι του στον θάνατο δια ξίφους, για να μείνει πιστός στην
ομολογία του Χριστού.
Εορτάζει στις 9 Φεβρουαρίου εκάστου έτους.
Βιογραφία Ο
Προφήτης Ζαχαρίας είναι ο ενδέκατος της σειράς των μικρών λεγομένων
προφητών της Παλαιάς Διαθήκης. Καταγόταν από το γένος του Ισραήλ και τη
φυλή του Λευΐ. Γεννήθηκε στην πόλη Γαλαάδ της Παλαιστίνης κατά την
περίοδο της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας και το όνομά του σημαίνει, στην
ελληνική γλώσσα, μνήμη Θεού, εκείνον δηλαδή τον οποίο ο Θεός ενθυμείται.
Ήταν γιος του Βαραχίου και εγγονός του Αδδώ. Ο Ζαχαρίας, ήταν αυτός που
με τον προφήτη Αγγαίο, διήγειραν τους Ιουδαίους, όταν αυτοί το 537 με
536 π.Χ. επέστρεψαν στην Ιουδαία, να ανοικοδομήσουν το ναό της
Ιερουσαλήμ. Υπάρχει η άποψη, ότι ο προφήτης Ζαχαρίας ανήκε σε Ιερατικό
γένος και ήταν ιερεύς και ο ίδιος. Κατά την Ιουδαϊκή παράδοση, ο
Ζαχαρίας και ο Αγγαίος ήταν μέλη της Μεγάλης Συναγωγής, η οποία ώρισε
τον Κανόνα των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης. Ασχολήθηκαν δε και με την
τακτοποίηση της ιεράς λειτουργίας, και συνέθεσαν ή αναθεώρησαν ψαλμούς. Ο
Ζαχαρίας προφήτευσε την είσοδο του Ιησού στην Ιερουσαλήμ για την
Κυριακή των Βαΐων, και για το ποσό που πλήρωσαν οι Αρχιερείς στον Ιούδα
σαν τίμημα για την προδοσία του Διδασκάλου. Ο Προφήτης Ζαχαρίας
κοιμήθηκε σε βαθύ γήρας και ενταφιάσθηκε κοντά στον τάφο του Προφήτη
Αγγαίου. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας (379-395 μ.Χ.) έκτισε ναό
αφιερωμένο στον Προφήτη Ζαχαρία στη μονή της Αγίας Δομνίκης
Κωνσταντινουπόλεως. Ναός, επίσης, του Προφήτου υπήρχε στο βουνό του
Αυξεντίου, σε τόπο όπου καλείτο «Θέατρο». Εορτάζει στις 8 Φεβρουαρίου εκάστου έτους.
Βιογραφία Ο
Μέγας Φώτιος έζησε κατά τους χρόνους που βασίλευσαν οι αυτοκράτορες
Μιχαήλ (842 - 867 μ.Χ.), υιός του Θεοφίλου, Βασίλειος Α' ο Μακεδών (867 -
886 μ.Χ.) και ο Λέων ΣΤ' ο Σοφός (886 - 912 μ.Χ.), υιός του Βασιλείου.
Γεννήθηκε το 810 μ.Χ. (κατά άλλους το 820 μ.Χ.) στην Κωνσταντινούπολη
από ευσεβή και επιφανή οικογένεια, που αγωνίσθηκε για την τιμή και
προσκύνηση των ιερών εικόνων. Οι γονείς ήταν ο Άγιος Σέργιος
και Ειρήνη και καταδιώχθηκαν επί του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου
(829 - 842 μ.Χ.). Ο Άγιος Σέργιος ήταν αδελφός του Πατριάρχου Ταρασίου
(784 - 806 μ.Χ.) και περιπομπεύθηκε δέσμιος από το λαιμό ανά τις οδούς
της Κωνσταντινουπόλεως, στερήθηκε την περιουσία του και εξορίσθηκε μετά
της συζύγου του και των παιδιών του σε τόπο άνυδρο, όπου από τις
ταλαιπωρίες πέθανε ως Ομολογητής. Ο ιερός Φώτιος διέπρεψε πρώτα
στα ανώτατα πολιτικά αξιώματα. Όταν με εντολή του αυτοκράτορα
απομακρύνθηκε βιαίως από τον πατριαρχικό θρόνο ο Πατριάρχης Ιγνάτιος,
ανήλθε σε αυτόν, το έτος 858 μ.Χ., ο ιερός Φώτιος, ο οποίος διακρινόταν
για την αγιότητα του βίου του και την τεράστια μόρφωσή του. Η χειροτονία
του εις Επίσκοπο έγινε την ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 858 μ.Χ.
υπό των Επισκόπων Συρακουσών Γρηγορίου του Ασβεστά, Γορτύνης Βασιλείου
και Απαμείας Ευλαμπίου. Προηγουμένως βέβαια εκάρη μοναχός και ακολούθως
έλαβε κατά τάξη τους βαθμούς της ιεροσύνης. Ο ιερός Φώτιος με
συνοδικά γράμματα ανακοίνωσε, κατά τα καθιερωμένα, τα της εκλογής του
στους Πατριάρχες της Ανατολής και τόνισε την αποκατάσταση της ειρήνης
στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Αλλά πριν ακόμα προλάβει να την
παγιώσει επήλθε ρήξη μεταξύ των ακραίων πολιτικών και των οπαδών του
Πατριάρχη Ιγνατίου, των «Ιγνατιανών». Οι «Ιγνατιανοί» συγκεντρώθηκαν στο
ναό της Αγίας Ειρήνης, αφόρισαν τον ιερό Φώτιο και ανακήρυξαν Πατριάρχη
τον Ιγνάτιο. Ο Άγιος Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στο ναό των Αγίων
Αποστόλων για την αντιμετώπιση του ανακύψαντος ζητήματος. Η Σύνοδος
καταδίκασε ως αντικανονικές τις ενέργειες των «Ιγνατιανών» και τόνισε
ότι ο Ιγνάτιος, αφού παραιτήθηκε από τον θρόνο, δεν ήταν πλέον
Πατριάρχης και ότι εάν διεκδικούσε και πάλι την επιστροφή του στον
πατριαρχικό θρόνο, τότε αυτόματα θα υφίστατο την ποινή της καθαιρέσεως
και του αφορισμού. Ο μεγάλος αυτός πατέρας της Εκκλησίας
ιερούργησε, ως άλλος Απόστολος Παύλος, το Ευαγγέλιο. Αγωνίσθηκε για την
αναζωπύρωση της ιεραποστολικής συνειδήσεως, που περιφρουρεί την
πνευματική ανεξαρτησία και αυτονομία των ορθοδόξων λαών από εισαγωγές
εθίμων ξένων προς την ιδιοσυγκρασία τους, με σκοπό την αλλοίωση της
ταυτότητος και της πνευματικής τους ζωής. Διότι γνώριζε ότι ο μέγιστος
εχθρός ενός λαού είναι η απώλεια της αυτοσυνειδησίας του, η φθορά της
πολιτισμικής του ιδιοπροσωπίας και η αλλοίωση του ήθους του. Ο ιερός
Φώτιος γνώριζε την ιεραποστολική δραστηριότητα του ιερού Χρυσοστόμου,
αφού αναφέρεται πολλές φορές στο έργο αυτό και μάλιστα επηρεάστηκε από
αυτή στο θέμα της χρήσεως των επιτόπιων γλωσσών και των μοναχών ως
ιεραποστόλων. Επί ημερών του εκχριστιανίσθηκε το έθνος των Βουλγάρων, το
οποίο μυσταγώγησε προς την αμώμητη πίστη του Χριστού και το αναγέννησε
με το λουτρό του θείου Βαπτίσματος. Ο ιερός Φώτιος διεξήγαγε
μεγάλους και επιτυχείς αγώνες υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως εναντίων των
Μανιχαίων, των Εικονομάχων και άλλων αιρετικών και επανέφερε στους
κόλπους της Καθολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας πολλούς από
αυτούς. «Ἅπαντα μὲν τὰ ἀνθρώπινα συγκαταρρεῖ τῷ χρόνῳ καὶ
ἀφανίζεται. Ἀρετὴ δέ.... καὶ χρόνου καὶ παθῶν καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου
περιγίνεται. Εἰ δὲ ἀκριβέστερον ἴδοις, τῷ χρόνῳ καὶ τῷ θανάτῳ μᾶλλον
ἀναζὴ καὶ θάλλει καὶ τὸ οἰκεῖον κλέος καὶ τὴν εὐπρέπειαν,
ἐναποσβεσθέντος αὐτοὶς τοῦ φθόνου, λαμπρότερον τὲ καὶ θαυμασιώτερον
ἀναδείκνυται». Ο λόγος αυτός, απόσταγμα της βαθιάς πίστεως και
της κατά Θεόν σοφίας του Ισαποστόλου Φωτίου, Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού, «μυρίαις ἀρεταὶς ἐξανθήσαντος καὶ
πάση γνώσει διαλάμψαντος», πληρέστατα εφαρμόζεται σε αυτόν τον ειπόντα,
τον οποίο η αδιάφθορη συνείδηση της Εκκλησίας και του Γένους, ομολόγησαν
αυτόν Άγιο και Ισαπόστολο «τοὶς οὐρανίοις ἀδύτοις ἀγκατοικιζόμενον», ως
«ἀοίδιμον μὲν τοὶς διωγμοίς, δεδοξασμένον δὲ τοὶς θανάτοις». Το
θεολογικό του έργο δικαίωνε τους αγώνες της Εκκλησίας, βεβαίωνε την
Ορθόδοξη πίστη και ενέπνεε την Εκκλησιαστική συνείδηση για την συνεχή
εγρήγορση του όλου εκκλησιαστικού Σώματος. Υπό την έννοια αυτή η
εκκλησιαστική συνείδηση διέκρινε στο πρόσωπό του τον υπέρμαχο της
Ορθοδόξου πίστεως και τον εκφραστή του αυθεντικού φρονήματος της
Εκκλησίας. Σε οιονδήποτε στάδιο του βίου και αν παρακολουθήσουμε τον
ιερό Φώτιο, είτε στην βιβλιοθήκη, επιδιδόμενο σε μελέτες, είτε ως
καθηγητή της φιλοσοφίας στο πρώτο Πανεπιστήμιο της Μεσαιωνικής Ευρώπης
της Μαγναύρας σε μια εποχή που η Δύση ήταν ακόμη βυθισμένη στο τέλμα των
σκοτεινών αιώνων, είτε υπουργούντα σε αξιώματα μεγάλα και περιφανή της
Πολιτείας, είτε κοσμούντα τον αγιότατο Πατριαρχικό θρόνο της
Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, είτε εξασκούμενο στην ελεημοσύνη και τη
φιλανθρωπία, είτε υφιστάμενο την παραγνώριση των ανθρώπων και τις
σκληρές στερήσεις δύο εξοριών, παντού αναγνωρίζουμε τον μαχόμενο υπέρ
της αληθούς Ορθοδόξου πίστεως, της «ἀποστολικῆς τὲ καὶ πατρικῆς
παραδόσεως» και «τῆς προγονικῆς εὐσεβείας», η οποία αποτελεί και το
περιεχόμενο της πατερικής διδασκαλίας αυτού. Γι' αυτό και ο Μητροπολίτης
Θεσσαλονίκης Βασίλειος καταθέτοντας τη συνείδηση της Εκκλησίας περί της
πρώιμης αγιοποιήσεως του μεγάλου Ιεράρχου, γράφει: «Φώτιος γὰρ
ἣν ὁ μακάριος, ὁ φωτὸς ἀκτίσι φερωνύμος τοῦ ὀνόματος πλήθει διδασκαλιῶν
καταλάμψας τὰ πέρατα, ὁ ἐξ αὐτῶν σπαργάνων ἀφιερωθεῖς τῷ Χριστῷ, ὡς ὑπὲρ
τῆς αὐτοῦ εἰκόνος δημεύσει καὶ ἐξορία, τούτοις δὴ τοὶς ἀθλητικοὶς ἐκ
προοιμίου ἀγώσι συγκοινωνήσας τῷ γεννήτορι, οὐ καὶ ἡ ζωὴ θαυμαστὴ καὶ τὸ
τέλος ἐπέραστον, ὑπὸ Θεοῦ τοὶς θαύμασι μαρτυρουμένη». Η ζωντανή
Ορθόδοξη πίστη, κατά τον ιερό Πατέρα, η πίστη της αληθείας, είναι η αρχή
της Χριστιανικής μας υποστάσεως και επιβάλλει την συνεχή προσπάθεια για
το «ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοὶς οὐρανοὶς καὶ τὰ
ἐπὶ τῆς γῆς», για την πραγμάτωση της «καινῆς κτίσεως», που επιτυγχάνεται
με τη δυναμική γεφύρωση, σύνδεση και αλληλοπεριχώρηση του θείου και
ανθρώπινου στοιχείου. Ο Χριστός ενώνει στο πρόσωπό Του τη θεία με την
ανθρώπινη φύση. Αυτό σημαίνει ότι η θεότητα και η ανθρωπότητα έχουν εν
Χριστώ ένα κοινό τρόπο υπάρξεως και αυτός ο τρόπος είναι η ενότητα, η
αλληλοπεριχώρηση των προσώπων, η κοινωνία της αγάπης. Η ένωση της θείας
με την ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του Χριστού δεν είναι μία αφηρημένη
αρχή. Φανερώνεται σε εμάς, όπως φανερώνεται πάντοτε η φύση: μόνο ως
τρόπος υπάρξεως, δηλαδή ως δυνατότητα ζωής. Είναι η δυνατότητα να
ζήσουμε, να πληρωθεί η απύθμενη δίψα για ζωή που βασανίζει την ύπαρξή
μας, να ζήσουμε όλες τις δυνατότητες της ζωής νικώντας την αναπηρία και
τον θάνατο της τεμαχισμένης υπάρξεως. Αρκεί να αποδεχθεί ο άνθρωπος την
αμαρτία και αποτυχία του και να ζήσει την κένωση του Χριστού, τη ζωή του
Θεού. Η αληθινή Χριστιανική ζωή είναι η γέφυρα που συνδέει τον
ουρανό με την γη, η συνεχής πηδαλιούχηση του πορθμείου εκείνου, το
οποίο, όπως λέγει ο ιερός Φώτιος, έρχεται από τον ουρανό και
«διαπορθμεύει ἠμὶν τὴν ἐκεῖθεν ἀγαθοειδὴ καὶ θείαν εὐμένειαν» και Χάρη.
Αυτό ακριβώς είναι το αληθινό ήθος της Ορθοδοξίας: η αναγέννηση, ένωση,
μετοχή και κοινωνία με τον Χριστό διά του Αγίου Πνεύματος. Το
Ορθόδοξο, λοιπόν, ήθος, που είναι η κοινωνία του προσώπου με τον Θεό
Πατέρα εν Χριστώ διά του Αγίου Πνεύματος και ο αγιασμός του όλου
ανθρώπου στην οδό της θεώσεως αρχίζει να υπάρχει μόνο όταν έχουμε ως
προϋπόθεση την ορθή πίστη, την ορθοδοξία. Γι' αυτό ουδέποτε ο Άγιος
ανέχθηκε οποιαδήποτε παρασιώπηση ή παραφθορά της αλήθειας. Γράφει
χαρακτηριστικά ο ιερός Φώτιος προς τον Πάπα Νικόλαο: «τὰ οἰκουμενικαὶς
καὶ κοιναὶς τυπωθέντα ψήφοις πάσι προσήκει φυλάττεσθαι». Διότι, διά της
επιμελούς φυλάξεως της διδασκαλίας των Οικουμενικών Συνόδων, «πᾶσα
καινοτομία καὶ αἵρεσις ἀπελαύνεται, τὸ δὲ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀκήρατον καὶ
ἀρχαιοπαράδοτον φρόνημα ταὶς εὐσεβούντων ψυχαὶς εἰς ἀδίστακτον
σεβασμιότητα καθιδρύνεται». Έτσι η μία γενεά, μετά φόβου Θεού, παραδίδει
στην επερχόμενη τα της πίστεως πολύτιμα κεφάλαια που έλαβε, με πλήρη
συναίσθηση ότι και η επερχόμενη θα διατηρήσει αλώβητη την πίστη. Σε μία
ομιλία του ο Άγιος εξαίρει τη σπουδαιότητα της συνεχιζόμενης ανελλειπώς
διαδοχής: «Πρὸ τῆς ἑβδόμης Συνόδου, ἔσχε πρὸ ταύτης ἡ Πρώτη
πολλῶν ἐν μέρει τᾶς πράξεις μιμήσασθαι. Ἡ Δευτέρα τὴν Πρώτην ὑπογραμμὸν
καὶ τύπον ἐδέξατο, τῆς δὲ Τρίτης αὐτὴ μετὰ τὴν πρώτην ὑπῆρξε παράδειγμα,
ναὶ δὴ καὶ Τετάρτην ταυταὶς ἐπλούτει μιμήσασθαι καὶ ταὶς ἐφεξῆς ὑπῆρχον
αἳ προλαβούσαι διδάσκαλοι». Η απαρίθμηση εδώ των Συνόδων δεν
είναι συμπτωματική. Για τον Άγιο, τον της απλανούς γνώσεως κανόνα, το
παρελθόν, η παράδοση, τα γενόμενα στο άγιο Σώμα της Εκκλησίας του
Χριστού δεν αποτελούν απλά ιστορικά γεγονότα. Μάλλον αποτελούν
υπόδειγμα, τύπο για το μέλλον του Κυριακού Σώματος. Γι' αυτό και δεν
επιμένει μόνο στην ιστορική παράδοση ή μετάδοση, ούτε μόνο για τον
κληρονομικό χαρακτήρα της διδασκαλίας, αλλά προ παντός για την πληρότητα
της αλήθειας, για την ταυτότητα και την συνέχεια της καθολικής
εμπειρίας της Εκκλησίας, για τη ζωή της μέσα στη χάρη, για το παρόν μέσα
στο οποίο κατοικεί ήδη το μέλλον, για το μυστήριο της πίστεως. Η
ενότητα, η αγιότητα και η καθολικότητα της Εκκλησίας συμπληρώνονται και
καταξιώνονται με την αποστολικότητά της. Στην αρχιερατική προσευχή του
Ιησού ο αγιασμός και η καθολική ενότητα της Εκκλησίας συνδέονται άμεσα
με την αποστολικότητα: «Ἶνα ὁ κόσμος πιστεύση, ὅτι Σὺ μὲ ἀπέστειλας».
Έτσι η αποστολικότητα γίνεται οντολογικό γνώρισμα της Εκκλησίας, που
εκφράζει και τα άλλα γνωρίσματά της. Η Εκκλησία είναι αποστολική, γιατί
συνεχίζει την αποστολή του Χριστού και των Αποστόλων Του μέσα στον
κόσμο. Ο ιστορικός σύνδεσμός της με τους Αποστόλους και η βεβαίωση του
συνδέσμου αυτού με την αναγωγή των κατά τόπους Εκκλησιών και των
Επισκόπων στους Αγίους Αποστόλους αποτελούν τα εξωτερικά τεκμήρια της
αποστολικής ιδιότητας και διαδοχής. Το ηθικό δε αίτημα της
αποστολικότητας της Εκκλησίας είναι η υποχρέωση για πιστότητα στην
αποστολική παράδοσή της, η οποία εξασφαλίζει την ταυτότητα και ενότητα
του ζώντος Σώματος. «Τοῦτο γὰρ τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, τοῦτο τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὸ φρόνημα». Αγωνιζόμενος ο Άγιος Φώτιος
υπέρ «τῆς πίστεως ἠμῶν τῶν Χριστιανῶν...., τῆς ἀχράντου καὶ εἰλικρινοῦς
λατρείας, καὶ τῶν περὶ αὐτὴν μυστηρίων», στην εγκύκλιο επιστολή του, το
867 μ.Χ., που απευθυνόταν προς τους κατά Ανατολάς Επισκόπους και
Πατριάρχες, στρέφεται στην καταπολέμηση της αιρέσεως, «κατὰ πάσης
αἱρέσεως», που αποτελεί την ενότητα και την ακεραιότητα της Ορθοδοξίας
και συγχρόνως καλεί όλους να είναι άγρυπνοι εναντίων κάθε δυσέβειας. Ο
Μέγας Φώτιος, γνωρίζοντας ότι κάθε εκτροπή από την αληθή πίστη έχει ως
συνέπεια την έκπτωση από την πνευματικότητα, κατακρίνει «τὸ τῆς γνώμης
ἠρρωστηκὸς καὶ ἀστήρικτον» και καταδικάζει, ως «ἁμαρτίαν πρὸς θάνατον»,
κάθε εκτροπή από την Ορθοδοξία και την «τῶν παραδοθέντων ἀθέτησιν» ή
«καταφρόνησιν» από εκείνους που «κατὰ τῶν ἰδίων ποιμένων ὑπερήφανον
ἀναλαμβάνουν φρόνημα, ἐκεῖθεν δὲ κατὰ τοῦ κοινοῦ Ποιμένος καὶ Δεσπότου
παρατείνουν τὴν ἀπόνοιαν». Επί της βάσεως αυτής αντέκρουσε όχι μόνο τους
εικονομάχους αλλά και τις παπικές αξιώσεις και το γερμανοφραγκικό δόγμα
του filioque, το οποίο διασαλεύει την κοινωνία των αγιοπνευματικών
προϋποθέσεων και ενεργειών και δεν έχει θέση μέσα στην κοινωνία του
Σώματος της Εκκλησίας και της κοινότητος των αδελφών. Γι' αυτό
και η Σύνοδος, η οποία συνήλθε τον Ιούλιο ή Αύγουστο του 867 μ.Χ. στην
Κωνσταντινούπολη, καθαίρεσε τον Πάπα Νικόλαο για τις αντικανονικές του
ενέργειες, ενώ αποδοκίμασε τη διδασκαλία του filioque και τα ρωμαϊκά
έθιμα. Μάλιστα η εγκύκλιος επιστολή του ιερού Φωτίου για τα θέματα αυτά,
μετά τη συνοδική κατοχύρωση του περιεχομένου της, κατέστη ένα σταθερό
πλέον κριτήριο για την αξιολόγηση των σχέσεων Ανατολής και Δύσεως. Η
δολοφονία του αυτοκράτορα Μιχαήλ του Γ', στις 24 Σεπτεμβρίου 867 μ.Χ.,
από τον Βασίλειο Α' τον Μακεδόνα, συνοδεύτηκε και με κρίση στην
Εκκλησία. Ο νέος αυτοκράτορας τάχθηκε υπέρ της προσεγγίσεως
Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης και αναζήτησε ερείσματα στοςυ
«Ιγνατιανούς». Ο ιερός Φώτιος υπήρξε το θύμα αυτής της νέας πολιτικής
σκοπιμότητας του αυτοκράτορα, ο οποίος εκθρόνισε τον Άγιο Φώτιο και
αποκατέστησε στον θρόνο τον Πατριάρχη Ιγνάτιο, στις 23 Νοεμβρίου 867
μ.Χ. Η Σύνοδος του έτους 869 μ.Χ., που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη,
στο ναό της Αγίας Σοφίας, αναθεμάτισε τον Άγιο Φώτιο, όσοι δε Επίσκοποι
χειροτονήθηκαν από αυτόν ή παρέμεναν πιστοί σε αυτόν καθαιρέθηκαν και
όσοι από τους μοναχούς ή λαϊκούς παρέμειναν οπαδοί του αφορίσθηκαν. Ο
ιερός Φώτιος καθ' όλη την διαδικασία και παρά την προκλητική στάση των
αντιπροσώπων του Πάπα τήρησε σιγή, τους υπέδειξε να μετανοήσουν και
αρνήθηκε να δεχθεί την αντικανονική ποινή. Στη συνέχεια εξορίστηκε και
υποβλήθηκε σε ποικίλες και πολλαπλές στερήσεις και κακουχίες.
Επακολούθησε βέβαια η συμφιλίωση των δύο Πατριαρχών, Φωτίου και
Ιγνατίου, αλλά ο θάνατος του Ιγνατίου, στις 23 Οκτωβρίου του 877 μ.Χ.,
επέτρεψε την αποκατάσταση του ιερού Φωτίου στον πατριαρχικό θρόνο μέχρι
το έτος 886 μ.Χ. κατά τον οποίο εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από το
διαδεχθέντα τον αυτοκράτορα Βασίλειο δευτερότοκο υιό του Λέοντα ΣΤ' τον
Σοφό. Ο Άγιος Φώτιος κοιμήθηκε οσίως το έτος 891 μ.Χ. όντας
εξόριστος στην ιερά μονή των Αρμενιανών, όπως άλλοτε ο θείος και ιερός
Χρυσόστομος στα Κόμανα του Πόντου. Το ιερό και πάντιμο σκήνωμα του Αγίου
και Μεγάλου Φωτίου εναποτέθηκε στην λεγόμενη μονή της Ερημίας ή
Ηρεμίας, που ήταν κοντά στην Χαλκηδόνα. Παλιότερα η Σύναξή του ετελείτο
στο Προφητείο, δηλαδή στο ναό του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού
Ιωάννου, που βρισκόταν στη μονή της Ερημίας, ενώ τώρα τελείται στην ιερά
πατριαρχική μονή της Αγίας Τριάδος στη νήσο Χάλκη, όπου ιδρύθηκε και η
Θεολογική Σχολή της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Εορτάζει στις 6 Φεβρουαρίου εκάστου έτους.
Ιερά Λείψανα
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στις Μονές Διονυσίου, Ξενοφώντος Αγίου Όρους και Κύκκου Κύπρου.
Βιογραφία Ο
Όσιος Κύριλλος γεννήθηκε στην περιοχή Γκαλίτς της Κοστρομά από ευσεβείς
και φιλόθεους γονείς. Η παράδοση αναφέρει ότι είχε τη θεία κλήση εκ
κοιλίας μητρός. Από την παιδική του ηλικία επιδόθηκε στην άσκηση και την
προσευχή και δέχθηκε την κλήση από τον Θεό διά θείου οράματος. Έτσι
εγκατέλειψε την πατρική του οικία, για να εγκαταβιώσει στη μονή των
Σπηλαίων του Πσκοφ. Αργότερα, όταν οι γονείς του Οσίου Κυρίλλου
πληροφορήθηκαν την απόφαση του υιού τους, ακολούθησαν και αυτοί την
μοναχική οδό και έγιναν μοναχοί, πρώτα η μητέρα του με το όνομα Ελένη
και στη συνέχεια ο πατέρας του με το όνομα Βαρσανούφιος, του οποίου
μάλιστα η πνευματική καθοδήγηση ανετέθη από τον ηγούμενο στον υιό του
Κύριλλο. Ως μοναχός εντυπωσίασε με τις αρετές, την υπακοή, τη
μελέτη των Αγίων Γραφών, την αυστηρή άσκηση και την προσευχή, τον
ηγούμενο Όσιο Κορνήλιο
και τους αδελφούς μοναχούς. Μετά την κοίμηση του πατρός του ζήτησε την
ευλογία του ηγουμένου της μονής, για να εξέλθει και να ασκητέψει σε
έρημο τόπο. Έπειτα από ερημική ζωή είκοσι περίπου ετών σε διάφορους
ασκητικούς τόπους της Ρωσικής γης, ο Όσιος κατέληξε στα προάστια της
Μόσχας Νόβγκοροντ και Πσκοφ, όπου ζούσε με προσευχή και νηστεία. Μετά
από διαδοχικά θεία σημεία και οράματα της Θεοτόκου, ίδρυσε μονή και
ανήγειρε δύο ναούς στη Λευκή Λίμνη, ενώ η οσιακή πολιτεία του προσείλκυε
νέους αδελφούς γύρω του. Ο Άγιος Θεός τον προίκισε με το χάρισμα της
θαυματουργίας και της διακρίσεως. Ο Όσιος Κύριλλος κοιμήθηκε με ειρήνη, αφού προαισθάνθηκε το τέλος του, το έτος 1532 μ.Χ.
Εορτάζει στις 4 Φεβρουαρίου εκάστου έτους.
Βιογραφία Ο
Συμεών κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ. Ήταν δίκαιος, ευλαβής και φωτισμένος
από το Άγιο Πνεύμα, που του είχε φανερώσει ότι δε θα πέθαινε πριν δει
το Χριστό. Η χαρμόσυνη αυτή πληροφορία τον εμψύχωνε ως τα βαθειά
γεράματα του. Τέλος, ακριβώς σαράντα μέρες μετά τη γέννηση του Ιησού, το
Πνεύμα τον πληροφόρησε ότι έπρεπε να πάει στο Ιερό. Ετοιμάστηκε,
λοιπόν, με νεανική ζωηρότητα, πήγε εκεί και στάθηκε στην πόρτα, γεμάτος
ευχαρίστηση και αγαλλίαση. Μέσα στην προσδοκία αυτή, φάνηκαν να έρχονται
ο Ιωσήφ με την Παρθένο, που κρατούσε τον Ιησού. Ο Συμεών,
πληροφορημένος από το Πνεύμα ότι το βρέφος αυτό είναι ο Χριστός, τρέχει
και παίρνει τον Ιησού στην αγκαλιά του. Τον κρατάει ευλαβικά και, αφού
καλά - καλά παρατήρησε το νήπιο και δέχθηκε όλη την ιλαρότητα της θείας
μορφής του, ύψωσε το βλέμμα του επάνω και είπε ευχαριστώντας το Θεό:
«Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη· ότι
είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων
των λαών, φως εις άποκάλυψιν εθνών και δόξαν λάου σου Ισραήλ». Τώρα,
δηλαδή, πάρε την ψυχή μου Δέσποτα, σύμφωνα με το λόγο σου, ειρηνικά,
διότι τα μάτια μου είδαν αυτόν που θα φέρει τη σωτηρία που ετοίμασες για
όλους τους λαούς και θα είναι γι' αυτούς φως, που θα αποκαλύψει τον
αληθινό Θεό και θα δοξάσει το λαό σου Ισραήλ. Η Σύναξή του ετελείτο στο Αποστολείο Ιακώβου του Αδελφοθέου, που ήταν παρεκκλήσιο του ναού της Θεοτόκου Ευουρανιωτίσσης. Τα
Λείψανα του Αγίου Συμεών, άγνωστο πότε, μεταφέρθηκαν από την Παλαιστίνη
στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκαν στο Ναό της Παναγίας των
Χαλκοπρατείων, όπου φυλάσσονταν και τα Λείψανα του Αποστόλου Ιακώβου του
Αδελφοθέου και του Προφήτου Ζαχαρίου, πατρός του Προδρόμου. Από εκεί
αφαιρέθηκαν το 1204 μ.Χ., πέντε ημέρες μετά την άλωση της Πόλεως από
τους Φράγκους, από τους Βενετούς Πέτρο Steno, Άγγελο Drusiano και Ανδρέα
Balduino και μεταφέρθηκαν στη Βενετία. Μετά την αναγνώριση του 1317
μ.Χ. τα Λείψανα τοποθετήθηκαν σε μαρμάρινη σαρκοφάγο, η οποία το 1733
μ.Χ. τοποθετήθηκε κάτω από την Αγία Τράπεζα του προς τιμήν του Ναού,
όπου και σήμερα φυλάσσονται. Λείψανα του Αγίου Συμεών φυλάσσονται επίσης στο Ναό Aix La Chapelle, στο Άαχεν της Γερμανίας. Εορτάζει στις 3 Φεβρουαρίου εκάστου έτους.