Βιογραφία Ο
Προφήτης Ναούμ είναι ένας από τους δώδεκα μικρούς λεγόμενους προφήτες.
Έζησε τον 5ο αιώνα προ Χριστού (άκμασε περί το 460 π.Χ.) και ήταν από τη
φυλή του Συμεών. Πατρίδα είχε την Ελκεσέμ, γι' αυτό ονομάστηκε και
Ναούμ ο Ελκεσαίος. Το βιβλίο της προφητείας του αποτελείται από
τρία μικρά κεφάλαια και αφορά την τύχη της πόλης Νινευή. Στο Α'
κεφάλαιο, υμνεί το Θεό, στο Β' κεφάλαιο, προαναγγέλλει τον όλεθρο της
Νινευή με τα άρματα της, τους Ιππείς και τους θησαυρούς της ενώ στο Γ'
κεφάλαιο, χαρακτηρίζει τη Νινευή σαν πόλη των αιμάτων, του ψεύδους, της
μεγάλης αδικίας και πορνείας. Ας δούμε, όμως, τι λέει για τους
αμαρτωλούς ανθρώπους τέτοιας πόλης, και τι γι' αυτούς που είναι κοντά
στον Κύριο: «Χρηστὸς Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως καὶ
γινώσκων τοὺς εὐλαβουμένους αὐτὸν καὶ ἐν κατακλυσμοῖς πορείας συντέλειαν
ποιήσεται τοὺς ἐπεγειρομένους, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ διώξεται σκότος»
(Ναούμ, Α' 7 -8). Δηλαδή ο Κύριος είναι ευεργετικός για εκείνους που
μένουν κοντά Του στις ημέρες των θλίψεων τους. Γνωρίζει ο Κύριος και
περιβάλλει με συμπάθεια εκείνους που Τον σέβονται. Εναντίον όμως των
αμαρτωλών, που αλαζονικά με κάθε είδους αμαρτία εγείρονται εναντίον Του,
θα ορμήσει σαν κατακλυσμός για να τους εξαφανίσει τελείως. Θα
καταδιώξει τους εχθρούς Του και θα τους κυριεύσει το σκοτάδι του
θανάτου. Ο προφήτης Ναούμ πέθανε ειρηνικά και τάφηκε στον τόπο των πατέρων του. Εορτάζει στις 1 Δεκεμβρίου εκάστου έτους.
Ιερά Λείψανα
Απότμημα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκεται στην Ιερή Μονή Σιμωνόπετρας Αγίου Όρους.
Βιογραφία Ο
Ανδρέας, ψαράς στο επάγγελμα και αδελφός του Αποστόλου Πέτρου, ήταν από
τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον πατέρα του τον έλεγαν Ιωνά. Επειδή
κλήθηκε από τον Κύριο πρώτος στην ομάδα των μαθητών, ονομάστηκε
πρωτόκλητος. Ο Ανδρέας (μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή)
υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα
μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους
έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν
ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο
πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο
τους κι ακολούθησαν τον Ιησού. Η ιστορία της ζωής του Ανδρέα
μέχρι την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη, υπήρξε σχεδόν ίδια με
εκείνη των άλλων μαθητών. Μετά το σχηματισμό της πρώτης Εκκλησίας, ο
Ανδρέας κήρυξε στη Βιθυνία, Εύξεινο Πόντο (μάλιστα ο Απόστολος, είναι ο
ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου αφού εκεί εγκατέστησε πρώτο
επίσκοπο, τον απόστολο Στάχυ κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης), Θράκη, Μακεδονία και Ήπειρο. Τελικά, κατέληξε στην Αχαΐα. Στην
Αχαΐα, η διδασκαλία του καρποφόρησε και με τις προσευχές του θεράπευσε
θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Έτσι, η χριστιανική αλήθεια είχε μεγάλες
κατακτήσεις στο λαό της Πάτρας. Ακόμα και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του
ανθύπατου Αχαΐας Αιγεάτου, αφού τη θεράπευσε ο Απόστολος από τη βαρειά
αρρώστια που είχε, πίστεψε στο Χριστό. Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον
ανθύπατο και με την παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων συνέλαβε τον Ανδρέα
και τον σταύρωσε σε σχήμα Χ. Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας παρέστησε τον
εαυτό του στο Θεό «δόκιμον ἐργάτην» (Β΄ προς Τιμόθεον, 2: 15). Δηλαδή
δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη του Ευαγγελίου. Οι χριστιανοί της
Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο
μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο
λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την
ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Οι
χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των
Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το 'θαψαν με μεγάλες τιμές. Αργότερα,
όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του
Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη
των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων
Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου
φαίνεται πως απέμεινε στην Πάτρα. Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο
να καταλάβουν την πόλη το 1460 μ.Χ., τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός
του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος
Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην
Ιταλία. Εκεί, αφού το παρέλαβε ο Πάπας Πίος ο Β, το πολύτιμο κειμήλιο
εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης. Τον Νοέμβριο του
1847 μ.Χ. ένας Ρώσος Πρίγκηπας, ο Ανδρέας Μουράβιεφ δώρησε στην πόλη
της Πάτρας ένα τεμάχιο δακτύλου του χεριού του Αγίου. Ο Μουράβιεφ είχε
λάβει το παραπάνω ιερό Λείψανο από τον Καλλίνικο, πρώην Επίσκοπο
Μοσχονησίων, ο οποίος μόναζε τότε στο Άγιο Όρος. Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η Σεπτεμβρίου
1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19ην Ιανουαρίου 1980 μ.Χ.
λείψανα του Σταυρού, του μαρτυρίου του. Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου
ύστερα από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής Κύπρου μεταφέρθηκε και στην Κύπρο
το 1967 μ.Χ. για μερικές μέρες κι εξετέθηκε σε ευλαβικό προσκύνημα. Όπως
αναφέρει μια Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος
Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια
από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου
Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε
να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις
μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο
πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον
απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των
δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας,
που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα
κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το
θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε,
σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη
ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα
σ' ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από
μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο
νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που
το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό
παιδί του καπετάνιου. Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του
καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε
ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα
αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι
ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το
βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου
παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο
ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα
μπορούσε να χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με
θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την
πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε.
Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο
παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε,
αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο
του. Και ω του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των
ματιών του παιδιού, το παιδί άρχισε να βλέπει! Κι ο απόστολος,
που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους
διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον
άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το
παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι
επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό
που τους κήρυξε ο απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της
θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στο μεταξύ ο
άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το
ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που
πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες
συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε. Αργότερα, μετά από χρόνια,
κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και άγιασε με την προσευχή, τα
θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι
του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα.
Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ' όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι
και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρεαν στο μοναστήρι, για να
προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα
νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, για να εκφράσουν
τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. Κολυμβήθρα
Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα
γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή
ψυχής. Εορτάζει στις 30 Νοεμβρίου εκάστου έτους.
Βιογραφία Σήμερα
η Εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Φιλούμενο, ο οποίος καταγόταν από τη
Λυκαονία. Ήταν έμπορος σιτηρών. Καταγγέλθηκε, το 270 μ.Χ., ως χριστιανός
στον ηγεμόνα της Άγκυρας Φήλικα. Συνελήφθη και τον παρουσίασαν μπροστά
στον ηγεμόνα. Ο Φιλούμενος όμως δεν πτοήθηκε από τις απειλές που δέχθηκε
και παρέμεινε πιστός στην μία και αληθινή πίστη του Χριστού. Τον
υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια, τρυπώντας του τα άκρα με καρφιά. Με
αυτό τον μαρτυρικό τρόπο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Εορτάζει στις 29 Νοεμβρίου εκάστου έτους.
Βιογραφία Ο
Όσιος Στέφανος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και οι ευσεβείς γονείς
του Ιωάννης και Άννα τον ανέθρεψαν κατά τον καλύτερο χριστιανικό τρόπο.
Όταν μεγάλωσε, μορφώθηκε αρκετά και αργότερα αναδείχθηκε ηγούμενος στο
περίφημο όρος του Αγίου Αυξεντίου. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος
εναντίον των αγίων εικόνων, όχι μόνο δε συμμορφώθηκε με τις
αυτοκρατορικές διαταγές, αλλά και χαρακτήρισε αιρετικούς τους
εικονομάχους βασιλείς. Καταγγέλθηκε στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον
Κοπρώνυμο, ο όποιος ήλπιζε με την προσωπική του επιβολή, όταν τον έφερνε
μπροστά του, να δαμάσει το φρόνημα του Στεφάνου. Συνέβη όμως το
αντίθετο. Ο Στέφανος, από τους ανθρώπους με «πολλὴν παῤῥησία ἐν πίστει
τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Α' προς Τιμόθεον, γ' 13), δηλαδή με πολλή παρρησία
και θάρρος στο να διακηρύττει την πίστη που ομολογούν όσοι είναι σε
κοινωνία με τον Ιησού Χριστό, ήλεγξε αυστηρά κατά πρόσωπο τον Κοπρώνυμο.
Αυτός τότε τον έκλεισε στη φυλακή και μετά από μέρες διέταξε να τον
θανατώσουν. Αφού, λοιπόν, τον έβγαλαν από την φυλακή, άρχισαν να
τον λιθοβολούν και να τον κτυπούν με βαρειά ρόπαλα. Ένα ισχυρό κτύπημα
στο κεφάλι έδωσε τέλος στη ζωή του Στεφάνου (το 767 μ.Χ.). Κατόπιν το
σώμα του το έριξαν στη θάλασσα, αλλά ευλαβείς χριστιανοί που το βρήκαν
όταν τα κύματα το έφεραν στην παραλία, το έθαψαν με την αρμόζουσα τιμή. Εορτάζει στις 28 Νοεμβρίου εκάστου έτους.
Ιερά Λείψανα
Απότμημα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους.
Βιογραφία Ο
Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στον Ακράγαντα της Σικελίας από ευσεβείς και
εύπορους γονείς, το Χαρίτωνα και τη Θεοδότη. Βαπτίστηκε από τον επίσκοπο
Ποταμίωνα, ο οποίος τον ανέθρεψε, τον μόρφωσε και τον κατάταξε στις
τάξεις του Ιερού κλήρου, στα χρόνια του βασιλιά Ιουστινιανού του
Ρινότμητου (685 - 695 μ.Χ.). Δεκαοκτώ χρονών πήγε για προσκύνημα
στους Αγίους Τόπους και εκεί χειροτονήθηκε Διάκονος από τον επίσκοπο
Ιεροσολύμων Μακάριο. Κατόπιν επανήλθε στο Βυζάντιο και από 'κει στη
Ρώμη, όπου για τις μεγάλες του αρετές και τη μεγάλη του μόρφωση
προήχθηκε στην επισκοπή των Ακραγαντίνων. Στην επισκοπή αυτή, βρήκε
σφοδρούς κατηγόρους δύο κληρικούς, τον Σαβίνο και τον Κρισκέντιο, που
τον συκοφάντησαν για μοιχεία. Αλλά με θαυματουργικό τρόπο ο Γρηγόριος
τους ντρόπιασε και παρέλαβε πάλι την Εκκλησία μετά από διετή φυλάκιση
και αργία. Στη συνέχεια έκανε και άλλα θαύματα. Απεβίωσε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα το 690 μ.Χ. Τέλος να σημειώσουμε ότι σώζονται 10 εξηγηματικοί λόγοι του στον Εκκλησιαστή. Εορτάζει στις 23 Νοεμβρίου εκάστου έτους.
Ιερά Λείψανα
Μέρη της Κάρας του Αγίου βρίσκονται στη Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και στη Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους. Αποτμήματα
του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στις Μονές Παντελεήμονος Αγίου
Όρους και Παλαιοκαστρίτσας Κερκύρας και στη Λαύρα Αγίου Αλεξάνδρου
Νέβσκι Αγίας Πετρουπόλεως.
Βιογραφία Ο
Άγιος Μένιγνος καταγόταν από την πόλη Πάριο της Κολωνίας στον
Ελλήσποντο (μεταξύ Κυζίκου και Λαμψάκου) και έζησε στα χρόνια του
βασιλιά Δεκίου (περί το 251 μ.Χ.). Όταν ξεκίνησε ο διωγμός ο
Μένιγνος, αψηφώντας την σκληρή τιμωρία ομολόγησε στην αγορά την πίστη
του στον Ιησού και προέτρεψε τους Χριστιανούς να σταθούν πιστοί στον
Κύριο και απαθείς στα ασεβή αυτοκρατορικά διατάγματα. Συνελήφθηκε και
επειδή δεν θέλησε να ασπαστεί τα είδωλα τον οδήγησαν στον τόπο του
αποκεφαλισμού. Όταν το πληροφορήθηκε η σύζυγός του έτρεξε κοντά
του και τον παρακολουθούσε κλαίγοντας. Εκείνος, παρηγορώντας την, της
έλεγε ότι ο θάνατός του θα εξασφάλιζε την παντοτινή τους ένωση. Διότι,
μόνο όσοι μένουν με τον Θεό ενωμένοι, δεν είναι δυνατό να χωριστούν
ποτέ. Μετά από λίγο το κεφάλι του έπεφτε και τάφηκε εκεί στον τόπο του
μαρτυρίου του. Έτσι ο Άγιος Μένιγνος παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Εορτάζει στις 22 Νοεμβρίου εκάστου έτους.
Βιογραφία Ο
Όσιος Προκόπιος γεννήθηκε το 1568 μ.Χ. στο χωριό Κοριανκισκόι στη
Ρωσική πόλη Βιάτκα. Σε ηλικία 12 χρονών, όταν χτυπήθηκε από ένα κεραυνό
που τον άφησε αναίσθητο και σε πολύ κακή κατάσταση, τον πήγαν στον
ηγούμενο της μονής της Κοίμησης της Θεοτόκου μετέπειτα Άγιο Τρύφωνα ,
ο οποίος προσευχήθηκε και τον γιάτρεψε. Το γεγονός τον συγκίνησε και
έτσι πήγε σε ένα γειτονικό χωριό, οπού υπηρέτησε τον εκεί ναό της Αγίας
Αικατερίνης κοντά στον Άγιο Ιλαρίωνα. Οι γονείς του, Μάξιμος και
Ειρήνη ήταν φτωχοί αγρότες και μόλις ο Προκόπιος έφτασε στην ηλικία των
20 χρόνων, θέλησαν να τον παντρέψουν με μια κοπέλα της αρεσκείας τους. Ο
άγιος θέλοντας να αποφύγει τον γάμο έφυγε για την πόλη Βιάτκα, οπού
έκανε τον τρελό. Αργότερα αποφάσισε να υποδυθεί τη δια Χριστόν σαλότητα
και έτσι άρχισε να τριγυρνά στους δρόμους ημίγυμνος και να κοιμάται
οπουδήποτε έκτος από κρεβάτι. Σταμάτησε να μιλά και συνεννοούνταν με
τους άλλους μόνο με νοήματα ή σημάδια που έκανε με τα χέρια του. Μιλούσε
μόνο με τον πνευμα¬τικό του πατέρα, ιερέα Ιωάννη του ναού της
Αναλήψεως, που ήταν και ο μόνος που γνώριζε για την άσκηση του, εξάλλου
ήταν και ο μόνος που τον είχε ακούσει να μιλάει. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο
Προκόπιος εξομολογούνταν και κοινωνούσε κάθε Κυριακή απαραίτητα. Όταν
του έδιναν κάποιο ρούχο για να κρύβει τη γύμνια του ή για να
ζεσταίνεται, το φόραγε για λίγο δείχνοντας υπακοή και ακολούθως το έδινε
σε κάποιον φτωχό. Συνήθιζε να επισκέπτεται τα νοσοκομεία και αν έβλεπε
κάποιον που θα γινόταν καλά, έβαζε φωτιά στα σκεπάσματά του, ενώ αν
πρόβλεπε ότι κάποιος δε θα γιατρευόταν τον τύλιγε στα σεντόνια του,
θέλοντας να του υπενθυμίσει τα σάβανά του για να μετανοήσει όσο είχε
ακόμα καιρό. Έκανε αρκετές προβλέψεις με διάφορα προφητικά σημάδια, οι
οποίες πάντοτε πραγματοποιούνταν. Κάποτε πριν ξεσπάσει μια μεγάλη
πυρκαγιά πήγαινε στο καμπαναριό ενός ναού και για μια εβδομάδα κτυπούσε
το συναγερμό της πυρκαγιάς. Άλλη φορά πήγε στο γραφείο του
αστυνομικού διευθυντή της περιοχής και αφού πήρε το πηλίκιό του το
φόρεσε στο δικό του κεφάλι. Ο διοικητής που τον γνώριζε, αστειευόμενος
του πρότεινε και τη θέση του στο γραφείο. Ο Προκόπιος αφού τον πήρε από
το χέρι τον οδήγησε στο τμήμα με τα κελιά των φυλακισμένων. Σε μια
εβδομάδα ο Τσάρος έστειλε διαταγή να συλληφθεί ο διοικητής για κάποιο
παράπτωμά του. Ο επόμενος διοικητής της πόλης και η σύζυγός του
τον ευλαβούνταν πολύ και τον πήραν σπίτι τους. Εκεί τον έπλυναν και τον
έντυσαν με καθαρά ρούχα. Ο Όσιος βλέποντας την καλή τους προαίρεση
δέχτηκε την φιλοξενία τους ,αλλά σε λίγες μέρες ξαναβγήκε στους δρόμους ,
όπου κυλίστηκε στις λάσπες έσκισε τα καινούρια του ρούχα και συνέχισε
να ζει όπως προηγουμένως. Άλλοτε πήγε στον ναό του Τιμίου
Προδρόμου, σε μια γειτονική πόλη κι έπιασε από το μπράτσο ένα νεαρό
ονόματι Κορνήλιο την ώρα που έψαλλε και τον έσυρε με βία μπροστά από την
Ωραία Πύλη στο Ιερό. Μετά από έξι χρόνια ο νεαρός αυτός χειροτονήθηκε
ιερέας. Έτσι έζησε με την άσκηση της σαλότητας για 30 χρόνια,
μέχρι την ειρηνική κοίμησή του στις 21 Δεκεμβρίου 1627 μ. Χ.
Ενταφιάστηκε στο μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της πόλης Βιάτκα,
όπου τα λείψανά του βρίσκονται μέχρι σήμερα. Μετά την 3η Μαρτίου 1666
μ.Χ. άρχισε να γίνεται πιο γνωστός όταν θεράπευσε κάποια Μάρθα η οποία
υπέφερε από κάποια σοβαρή ασθένεια και στην οποία ο άγιος είχε
εμφανιστεί σε όραμα. Ο βίος του Οσίου γράφτηκε στο τέλος του 17ου αιώνα μ.Χ.
Εορτάζει στις 21 Νοεμβρίου εκάστου έτους.
Βιογραφία Ο Άγιος Πρόκλος υπήρξε άξιος μαθητής του μεγάλου διδασκάλου της Εκκλησίας μας, Ιωάννου του Χρυσοστόμου . Ο Πατριάρχης Αττικός
τον έκανε διάκονο και κατόπιν πρεσβύτερο. Επειδή διακρινόταν για την
παιδεία, την αρετή και την διδακτική του ικανότητα, αγαπήθηκε θερμά απ'
όλους τους θαυμαστές του αξέχαστου διδασκάλου του και υποστηριζόταν απ'
αυτούς για τον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Αλλά η αντίδραση
του διεφθαρμένου κατεστημένου, ναυάγιζε την υποψηφιότητα του. Αργότερα ο
Πατριάρχης Σισίνιος ,
το έτος 425 μ.Χ., χειροτόνησε τον Πρόκλο επίσκοπο Κυζίκου. Λόγω όμως
των ανωμαλιών της επαρχίας, την επισκοπή κατέλαβε κάποιος Δαλμάτιος.
Αλλά ο Πρόκλος, χωρίς να στεναχωρηθεί, εξακολούθησε το κήρυγμα του θείου
λόγου στην Κωνσταντινούπολη. Όταν πέθανε ο Πατριάρχης Μαξιμιανός
το 434 μ.Χ. και αυτοκράτορας ήταν ο Θεοδόσιος ο Β', στο θρόνο ανέβηκε
πανηγυρικά ο Πρόκλος. Και μάλιστα πριν ακόμα θάψουν τον Μαξιμιανό. Η
πρώτη φροντίδα του Πρόκλου ήταν, η ανακομιδή του ιερού λειψάνου του
Χρυσοστόμου από τα Κόμανα στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης, επί του
Πατριάρχου αυτού καθιερώθηκε και ο τρισάγιος ύμνος στις εκκλησίες. Πατριάρχευσε δώδεκα χρόνια και τρεις μήνες και κοιμήθηκε το 447 μ.Χ. Εορτάζει στις 20 Νοεμβρίου εκάστου έτους.
Ιερά Λείψανα
Απότμημα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκεται στην Ιερά Μονή Κύκκου Κύπρου.
Βιογραφία Ο
Μέγας Βασίλειος και ο Ιερός Χρυσόστομος, θεώρησαν χρέος τους να
ασχοληθούν στο δίκαιο εγκώμιο του Ιερού αυτού αθλητή της πίστης. Παρά τα
βαθιά γεράματα του, όταν τον έφεραν μπροστά στον έπαρχο Αντιοχείας (304
μ.Χ.), τον αντιμετώπισε με θαυμαστή ευψυχία. Έτσι τον μαστίγωσαν με
νεύρα βοδιού και του ξερίζωσαν τα νύχια. Επειδή όμως δεν υποχωρούσε
άναψαν κάρβουνα και ετοιμάστηκαν να βάλουν τα χέρια του επάνω σ' αυτά.
Αλλά εκείνος τους πρόλαβε. Βάδισε μόνος του και έβαλε το δεξί του χέρι
στη φωτιά. Και ενώ καίγονταν οι σάρκες και τα κόκαλά του, ο γέροντας
Βαρλαάμ, υμνούσε και ευλογούσε τον Κύριο. Μετά από λίγο παρέδιδε και την
τελευταία του πνοή, αλλά κράτησε και αμετακίνητη την πίστη του. Η Σύναξή του τελείται στη μονή του που βρίσκεται κοντά στο Πανάρετο. Εορτάζει στις 19 Νοεμβρίου εκάστου έτους.
Βιογραφία Ο
Άγιος Πλάτωνας έζησε στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. Καταγότανε από την
Άγκυρα της Γαλατίας της Μικράς Ασίας, και ήταν αδελφός του μάρτυρα
Αντιόχου. Σε νεαρή ηλικία τον συνέλαβαν οι ειδωλολάτρες, διότι
διακήρυττε την πίστη του στον Ιησού Χριστό και τον οδήγησαν μπροστά στον
ηγεμόνα Αγριππίνο. Ο Αγριππίνος βλέποντας την ωραιότητα του νέου και
γνωρίζοντας ότι κατείχε περιουσία, προσπάθησε να τον ελκύσει με
κολακείες. Όμως ο Άγιος Πλάτων αρνήθηκε και συνέχισε να διακηρύττει την
πίστη του στον Έναν και μοναδικό Θεό. Αφού ο ηγεμόνας είδε ότι δεν
κατάφερε να τον αλλαξοπιστήσει δελεάζοντάς τον, τον απείλησε με
μαρτύρια. Παρ' όλα ταύτα ο Άγιος Πλάτων παρέμεινε σταθερός στην πίστη
του. Έτσι ο Αγριππίνας διέταξε να τον μαστιγώσουν ανελέητα και ύστερα να
τον βασανίσουν με πυρωμένες ράβδους. Ο Άγιος διατήρησε όλη του
την πίστη και δεν έπαψε να ομολογεί τον Ιησού Χριστό, γι' αυτό
διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός του (306 μ.Χ.). Έτσι λοιπόν ο Άγιος
μεγαλομάρτυρας Πλάτωνας παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο και τιμήθηκε
με το αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.
Εορτάζει στις 18 Νοεμβρίου εκάστου έτους.
Ιερά Λείψανα
Αποτμήματα
του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στις Μονές Μεγ. Σπηλαίου
Καλαβρύτων, Ζωοδ. Πηγής Πόρου και Φανερωμένης Σαλαμίνας.
Βιογραφία Ο
Όσιος Λάζαρος από την παιδική του ηλικία, ασπάστηκε το μοναχικό βίο.
Έμαθε τη ζωγραφική τέχνη και την άσκησε σαν επάγγελμα. Φρόντισε από
νεαρή ηλικία να σκληραγωγήσει τον εαυτό του και να μάθει την εγκράτεια.
Ήταν ελεήμων με τους άπορους και όσους είχαν την ανάγκη της βοήθειάς
του. Έτσι λοιπόν, διακρινόμενος για την βαθιά του πίστη και τον πλούτο
των αρετών του, τιμήθηκε με το αξίωμα της ιεροσύνης. Όταν ο Άγιος
χειροτονήθηκε ιερέας, άρχισε σκληρούς αγώνες ενάντια σε όλες τις
αιρέσεις. Υπέστη πολλές διώξεις και θλίψεις από τους οπαδούς των
αιρέσεων Ευτυχούς, Νεστορίου και Διοσκόρου, και όχι μόνο από αυτούς αλλά
και από τους άθεους εικονομάχους. Ο Όσιος ήταν τόσο ένθερμος
υποστηρικτής της πίστεως που στάλθηκε στη Ρώμη για να αγωνιστεί για τα
αποστολικά και πατρικά δόγματα. Επέστρεψε με μεγάλες επιτυχίες από τη
Ρώμη, στην Κωνσταντινούπολη. Πηγαίνοντας πάλι στη Ρώμη για τους αγώνες
του, αρρώστησε στο μέσο της πορείας του. Έτσι απεβίωσε εν ειρήνη το 867
μ.Χ. Το τίμιο σώμα του ανακομίστηκε και ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή του
Ευάνδρου.
Εορτάζει στις 17 Νοεμβρίου εκάστου έτους.
Βιογραφία Ο
Γουρίας και ο Σαμωνάς, αγωνιζόμενοι τον Ιερό αγώνα της χριστιανικής
πίστης, συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα Αντωνίνο, κατά το διωγμό επί
Διοκλητιανού. Και αφού υπέστησαν με θαυμαστή υπομονή πολλά βάσανα,
αποκεφαλίσθηκαν. Ο Άβιβος έζησε λίγα χρόνια αργότερα και ήταν από
ένα χωριό της Έδεσσας που ονομαζόταν Αποθελσαία. Τότε βασιλιάς ήταν ο
Λικίνιος, ο γνωστός αντίπαλος του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Άβιβος,
λοιπόν, προχειρίσθηκε Ιεροδιάκονος και διακρινόταν για τη μεγάλη
ευσέβεια του και τον πολύ ζήλο για το υπούργημά του. Ιδιαίτερα, όμως,
διακρινόταν για τη θερμή αγάπη του στο Ιερό κήρυγμα, τηρώντας το
θεόπνευστο λόγο της Αγίας Γραφής, που λέει: «Κήρυξαν τὸν λόγον, ἐπιστήθι
εὐκαίρως ἀκαίρως, ἔλεγξαν, ἐπιτίμησαν, παρακάλεσαν, ἐν πάσῃ μακροθυμίᾳ
καὶ διδαχῇ». Κήρυξε, δηλαδή, το λόγο του Θεού, στάσου επιτηρητής και
καθοδηγός στους ακροατές σου, όχι μόνο σε κατάλληλες περιστάσεις, αλλά
και σ' εκείνες που φαίνονται ακατάλληλες περιστάσεις, έλεγξε, επίπληξε,
παρηγόρησε με κάθε μακροθυμία και με κάθε μέθοδο διδασκαλίας. Ο
ηγεμόνας Λυσανίας, όταν είδε τον Άβιβο να προσελκύει πολλούς
ειδωλολάτρες με το θερμό του κήρυγμα, τον συνέλαβε και αφού τον κρέμασε
σε στυλό και τον έσχισε με σιδερένια νύχια, έπειτα τον οδήγησε έξω από
την πόλη, όπου τον έριξε μέσα στη φωτιά, και έτσι ο Άβιβος παρέδωσε το
πνεύμα του στο Θεό. Εορτάζουν στις 15 Νοεμβρίου εκάστου έτους.
Ο
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν δεινός θεολόγος και διαπρεπέστατος
ρήτορας και φιλόσοφος. Δεν γνωρίζουμε το χρόνο και τον τόπο της γέννησής
του. (Ο Σ. Ευστρατιάδης όμως, στο αγιολόγιο του, αναφέρει ότι ο Άγιος
Γρηγόριος γεννήθηκε το 1296 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, από τον
Κωνσταντίνο τον Συγκλητικό και την ευσεβέστατη Καλλονή). Ξέρουμε όμως,
ότι κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα μ.Χ. ήταν στην αυτοκρατορική αυλή
της Κωνσταντινούπολης, απ' οπού και αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος χάρη
ησυχότερης ζωής, και αφιερώθηκε στην ηθική του τελειοποίηση και σε
διάφορες μελέτες.
Το 1335 μ.Χ. με τους δύο αποδεικτικούς λόγους
του «Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος», ήλθε σε σύγκρουση με τον
Βαρλαάμ τον Καλαβρό, ο οποίος δίδασκε πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να
γνωρίσει το Θεό, κι ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να ενωθεί μαζί Του.
Κατά τα λεγόμενα του Βαρλαάμ, ο Θεός είναι «κλειστός στον εαυτό του» και
δεν μπορεί να ενωθεί με τους ανθρώπους. Επομένως, οι «ησυχαστές», οι
μοναχοί δηλαδή εκείνοι που έλεγαν ότι μπορεί ο άνθρωπος, αν έχει καθαρή
καρδιά και αν συγκεντρωθεί στην «καρδιακή προσευχή» (το «Κύριε Ιησού
Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με»), να ενωθεί με το Θεό και να φωτισθεί και
να δει το Άκτιστο φως, ασχέτως της μόρφωσής του, δεν ήταν Ορθόδοξοι αλλά
«μεσσαλιανιστές» και «ομφαλόψυχοι». Μετά από αυτές τις τοποθετήσεις του
Βαρλαάμ, ο Παλαμάς εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη από όπου και άρχισε
τον αγώνα «υπέρ των Ιερώς ησυχαζόντων», δηλ. αυτών που ασκούσαν τον
ησυχασμό, συγγράφοντας μάλιστα και τους ομώνυμους λόγους του. Το
ζητούμενο της πάλης αυτής ήταν κυρίως το μεθεκτικόν ή αμέθεκτον της
θείας ουσίας. Ο Γρηγόριος, οπλισμένος με μεγάλη πολυμάθεια και ισχυρή
κριτική για θέματα αγίων Γραφών, διέκρινε μεταξύ θείας ουσίας αμεθέκτου
και θείας ενεργείας μεθεκτής. Και αυτό το στήριξε σύμφωνα με το πνεύμα
των Πατέρων και η Εκκλησία επικύρωσε την ερμηνεία του με τέσσερις
Συνόδους. Στην τελευταία, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1351 μ.Χ.,
ήταν και ο ίδιος ο Παλαμάς. Αλλά ο Γρηγόριος έγραψε πολλά και διάφορα
θεολογικά έργα, περίπου 60. Αργότερα ο Πατριάρχης Ισίδωρος, τον
εξέλεξε αρχικά επίσκοπο Θεσσαλονίκης. Λόγω όμως των τότε ζητημάτων,
αποχώρησε πρόσκαιρα στη Λήμνο. Αλλά κατόπιν ανέλαβε τα καθήκοντα του.
Πέθανε το 1360 μ.Χ. και τιμήθηκε αμέσως σαν Άγιος. Ο Πατριάρχης
Φιλόθεος, έγραψε το 1376 μ.Χ. εγκωμιαστικό λόγο στο Γρηγόριο Παλαμά,
μαζί και ακολουθία και όρισε την εκκλησιαστική μνήμη του στη Β' Κυριακή
της Μ. Τεσσαρακοστής. Το τίμιο σώμα του, μετά από την εκταφή,
υπήρξε άφθαρτο, δηλαδή δέν σάπισε, αλλά ευωδίαζε και θαυματουργούσε.
Στούς λατίνους όμως, τους υποτελείς του Πάπα, ήταν χονδρό αγκάθι η
ενθύμιση του Αγίου και μάλιστα ολόσωμου. Γι αυτό πολλες φορές τον
συκοφαντούσαν λέγοντας, πως για τα αμαρτήματά του έμεινε «άλυωτος», δέν
δέχθηκε από απέχθεια η γη να τον διαλύσει «στα εξ ων συνετέθη»! Τον 19ο
αιώνα μ.Χ. ο ναός του Αγίου καταστράφηκε από φωτιά και το τίμιο σκήνωμά
του κάηκε αφήνοντας μόνον τα οστά ανέπαφα! Τόσο γινάτι κράτησαν
οι παπικοί που όταν τυπώνονταν οι εκκλησιαστικές μας ακολουθίες στην
Βενετία - κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας - ο Δόγης έδινε την άδειά
του για την έκδοση, μόνον εφόσον δέν υπήρχε σχετική αναφορά στον Αγιο.
Έτσι για αρκετά χρόνια που κυκλοφορούσαν τα έντυπα από την Βενετία, η
γιορτή του είχε σχεδόν ξεχαστεί. Περί τα μέσα και τέλη του 20ου αιώνα,
επανήλθε η μνήμη των ενδόξων αγώνων του και έλαβε την πρέπουσα θέση στον
χώρο των Ορθόδοξων ναών. Εορτάζει στις 14 Νοεμβρίου εκάστου έτους.
Ο Όσιος Μαρτίνος έζησε τον 4ο αιώνα μ.Χ. και καταγόταν από τη Σαβωρία
της Παννονίας. Από νεαρή ηλικία είχε αρχίσει την κατήχηση στο λόγο του
Κυρίου. Στα 15 χρόνια του κατατάχθηκε στο στρατό, όπου υπηρέτησε τους
βασιλιάδες Κωνσταντίνο και Ιουλιανό. Όταν βρέθηκε με το στράτευμα
στην Αμιένη, συνάντησε έναν ζητιάνο ο οποίος του ζήτησε ελεημοσύνη. Ο
Άγιος έχοντας μόνο τη στολή του και τα όπλα του, έβγαλε τον μανδύα του
και του τον έδωσε για να ζεσταθεί. την επόμενη νύχτα εμφανίστηκε ο
Κύριος στον ύπνο του και του είπε δείχνοντάς του τον μανδύα του
«Μαρτίνε, αν και κατηχούμενος ακόμη, με ζέστανες δίνοντας στον επαίτη
τον μανδύα σου». Όταν βαπτίστηκε ο Μαρτίνος πήγε στον Άγιο
Ιλάριο, επίσκοπο της Ποατιέρ της Γαλλίας. Αφού απέκτησε την κατάλληλη
παιδεία, έγινε κληρικός και στη συνέχεια επίσκοπος στην Τούρ. Διακρίθηκε
για τον Άγιο βίο του και τις σπουδαίες υπηρεσίες που πρόσφερε στο
ποίμνιό του. Φρόντισε για την κατήχηση των γύρω ανθρώπων. Ήταν πολύ
αγαπητός γι' αυτό και είχε ογδόντα μαθητές, τους οποίους χρησιμοποιούσε
στα έργα του και στην διδασκαλία του. Αρρώστησε στο χωριό Κάνδην, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο σε ηλικία 81 ετών. Άλλη
συναξαριστική πηγή όμως, έχει διαφορετικό το βιογραφικό του σημείωμα.
Αναφέρει ότι ήταν κόμης και στρατηγός επί βασιλείας Τραϊανού (98 - 117
μ.Χ.). Απαρνήθηκε τα αξιώματα και την κοσμική δόξα και έγινε μοναχός.
Για επτά ολόκληρα χρόνια ασκήθηκε στη μοναχική ζωή και στην ανάγνωση των
Αγίων Γραφών. Για την καθαρότητα της ζωής του και τις μεγάλες του
αρετές, εκλέχτηκε επίσκοπος της πόλης Κωνσταντίνος της Γαλλίας. Εκεί,
αφού έζησε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου πέθανε ειρηνικά σαν
θαυματουργός.
Εορτάζει στις 12 Νοεμβρίου εκάστου έτους.
Βιογραφία Ο
Άγιος Βίκτωρ ανήκει στο μαρτυρικό χορό, που με το αίμα του πότισε το
ζωηφόρο δένδρο της χριστιανικής πίστης τον δεύτερο αιώνα μετά Χριστόν,
όταν βασιλιάς ήταν ο Αντωνίνος (160 μ.Χ.). Οι υπηρεσίες του υπέρ του
Ευαγγελίου, είχαν σαν στάδιο την Ιταλία. Εκεί ο Βίκτωρ έτρεχε σε
διάφορες πόλεις και έσπερνε το λόγο της σωτηρίας. Συλλαμβάνεται γι' αυτό
και εκβιάζεται να προσφέρει θυσία στα είδωλα. Επειδή όμως δεν λύγισε,
του έβγαλαν τα μάτια και τον κρέμασαν με το κεφάλι προς τα κάτω. Έτσι
παρέδωσε τη γενναία και άγια ψυχή του. Εορτάζει στις 11 Νοεμβρίου εκάστου έτους.
Ἀπολυτίκιον Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Τρισάριθμον
σύνθημα, των αθλοφόρων Χριστού, υμνήσωμεν άσμασι, χαριστηρίοις πιστοί,
Μηνάν τον αοίδιμον, Βίκτωρα τον γενναίον, και Βικέντιον θείον, πλάνην
την των ειδώλων, καταργήσαντας πίστει. Αυτών ταις ικεσίαις, Χριστέ ο
Θεός, σώσον τας ψυχάς ημών.
Βιογραφία Ο
Οσιότατος Αρσένιος ο Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στα 1840 μ.Χ. στα Φάρασα
ή Βαρασιό, στο Κεφαλοχώρι των έξι Χριστιανικών χωριών της περιφερείας
Φαράσων της Καππαδοκίας. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι σε αρετές και
μέτριοι σε αγαθά. Είχαν αποκτήσει δύο αγόρια, τον Βλάσιο και τον Θεόδωρο
(τον Άγιο Αρσένιο). Από μικρή ηλικία έμειναν ορφανά και τα
προστάτεψε η θεία τους, αδελφή της μητέρας τους. Ένα θαυμαστό γεγονός
που συνέβηκε στα παιδιά και την θαυματουργική διάσωση του μικρού τότε
Θεόδωρου από τον Άγιο Γεώργιο που τον έσωσε από βέβαιο πνιγμό, είχε ως
αποτέλεσμα, για τον μεν Βλάσιο να δοθεί με τον δικό του τρόπο στον Θεό,
να τον δοξολογεί ως δάσκαλος της Βυζαντινής Μουσικής και κατέληξε
αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, για τον Θεόδωρο δε να θέλει να γίνει
καλόγερος. Στη συνέχεια μεγαλώνοντας, στάλθηκε στη Νίγδη και μετά στη Σμύρνη όπου τέλειωσε τις σπουδές του. Στα
είκοσι έξι του περίπου χρόνια πήγε στην Ιερά Μονή Φλαβιανών του Τιμίου
Προδρόμου (Ζιντζί-Ντερέ) όπου αργότερα εκάρη Μοναχός και πήρε το όνομα
Αρσένιος. Δυστυχώς όμως δε χάρηκε πολύ την ησυχία του, διότι εκείνη την
εποχή είχαν ανάγκη μεγάλη από δασκάλους και ο Μητροπολίτης Παΐσιος ο Β’,
τον χειροτόνησε Διάκο και τον έστειλε στα Φάρασα για να μάθει γράμματα
στα εγκαταλειμμένα παιδιά. Αυτό φυσικά γινόταν στα κρυφά, με χίλιες δυο
προφυλάξεις, για να μη μάθουν τίποτε οι Τούρκοι. Στο τριακοστό έτος της
ηλικίας του χειροτονήθηκε στην Καισαρεία πρεσβύτερος με τον τίτλο του
Αρχιμανδρίτου και την ευλογία ως Πνευματικός. Άρχισε πια η
πνευματική του δράση να γίνεται μεγαλύτερη και να απλώνεται. Με την
άφθονη Θεία Χάρη που τον προίκισε ο Θεός θεράπευε τις ψυχές και τα
σώματα των πονεμένων ανθρώπων. Είχε πολλή αγάπη στον Θεό και προς την
εικόνα Του, τον άνθρωπο και όχι στον εαυτό του, διότι, όταν έβλεπε πολύ
πόνο και καταπίεση Τουρκική, η αγάπη τον έβγαζε έξω από τον εαυτό του
και έξω από το χωριό του και αγκάλιαζε και τα γύρω χωριά. Θεράπευε
αδιάκριτα τον ανθρώπινο πόνο όπου τον συναντούσε σε Χριστιανούς ή
Τούρκους. Για τον Άγιο δεν είχε καμιά σημασία, διότι έβλεπε στο πρόσωπό
τους, την με πολλή αγάπη πλασθείσα εικόνα του Θεού. Αναρίθμητα είναι τα
θαύματα που επετέλεσε ο Άγιος με τη Χάρη του Θεού. Στείρες γυναίκες
τεκνοποιούσαν, αφού τις διάβαζε ευχή ή έδιδε «φυλακτό» που ήταν ένα
κομμάτι χαρτί γραμμένο με κάποιες ευχές που τις έγραψε ο ίδιος. Διάβαζε
το Άγιο Ευαγγέλιο σε σοβαρές περιπτώσεις, όπως στους τυφλούς, βουβούς,
χωλούς παραλυτικούς, δαιμονιζομένους και γινόντουσαν καλά, μόλις
τελείωνε την ανάγνωση. Πολλοί Χριστιανοί και Τούρκοι είχαν θεραπευθεί,
αφού πήραν χώμα από το κατώφλι του κελιού του και αναμιγνύοντάς το με
λίγο νερό το έπιναν, πιστεύοντας ότι θα εθεραπεύοντο και η πίστη τους
που είχαν στον Άγιο, έκανε το θαύμα. Χρήματα φυσικά δε δεχόταν ποτέ ούτε
κι έπιανε στα χέρια του. Συνήθιζε να λέγει «η πίστη μας δεν πουλιέται». Βίωνε
ολοκληρωτικά και «έπασχε τα Θεία». Ζούσε με αυταπάρνηση, διότι αγαπούσε
πολύ πρώτα τον Θεό και μετά την εικόνα Του, τον πλησίον. Αιματηρούς
αγώνες και προσπάθειες κατέβαλε για να διατηρήσει τους συγχωριανούς και
τους συμπατριώτες του στην πίστη, για να μην κλονιστούν και
αλλαξοπιστήσουν στις χαλεπές εκείνες ημέρες και εποχές, από τις πολλές
και διάφορες πιέσεις που δεχόντουσαν από τους Τούρκους, αλλά και από
διάφορους προβατόσχημους λύκους, τους προτεστάντες, που προσπαθούσαν να
ποιμάνουν την ποίμνη του Χριστού. Το κελί του, μικρό, απέριττο,
ευρισκόταν μέσα στον κόσμο. Ζούσε μέσα στον κόσμο, αλλά συγχρόνως
κατόρθωνε να ζει και εκτός του κόσμου. Σε αυτό, καθώς και για τα
θεία του κατορθώματα, πολύ τον βοηθούσαν οι δύο ημέρες (η Τετάρτη και η
Παρασκευή) που έμενε έγκλειστος στο κελί του, προσευχόμενος. Οι οποίες
καρποφορούσαν περισσότερο πνευματικά τότε, διότι αγίαζαν και την εργασία
των άλλων ημερών. Ώρες έμενε γονατιστός προσευχόμενος στον Θεό για τον
λαό Του, που τον είχε εμπιστευθεί στα ασκητικά χέρια του δούλου Του
Αρσενίου. Η μεγάλη ευαισθησία του Αγίου Πατρός δεν άντεχε να κάνει
κανένα κακό στην πλάση. Ιδιαίτερα στα ζώα. Ποτέ του δεν κάθισε σε ζώο να
το κουράσει, για να ξεκουράσει τον εαυτό του. Προτιμούσε πάντοτε να
βαδίζει πεζός και όπως συνήθιζε ξυπόλυτος. Είχε πάντοτε μπροστά του τον
Χριστό που ποτέ Του δεν κάθισε σε ζώο - μόνο μια φορά - και όπως
χαρακτηριστικά έλεγε: «Εγώ που είμαι χειρότερος και από το γαϊδουράκι,
πως να καθίσω σ' αυτό;» Για να κρύψει τις αρετές του από τα μάτια των
ανθρώπων και να αποφύγει έτσι τους επαίνους, κατάφευγε σ' ορισμένες
«ιδιοτροπίες». Παρουσιαζόταν σαν σκληρός θυμώδης, οξύθυμος, απόπαιρνε
τις διάφορες γυναίκες, που από αγάπη γι' αυτόν και ευγνωμοσύνη
προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν, με διάφορους τρόπους, να του μαγειρεύουν
και να του στέλνουν φαγητό. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε στον πιστό του
φίλο και ψάλτη Πρόδρομο τα εξής: «Εάν ήθελα να με υπηρετούν γυναίκες, θα
γινόμουν έγγαμος ιερεύς και θα με υπηρετούσε παπαδιά. Τον καλόγηρο που
τον υπηρετούσε γυναίκες, δεν είναι καλόγηρος». Όταν ύψωνε τα
χέρια του για να παρακαλέσει για κάτι τον Θεό, άρχιζε να τον παρακαλεί
προσευχόμενος και φωνάζοντας, «Θεέ μου!» λες και ξεκοβόταν η καρδιά του
εκείνη την ώρα, και θαρρείς πώς έπιανε τον Χριστό από τα πόδια και δεν
του έκανε το αίτημά του. «Εμείς», όπως έλεγαν οι Φαρασιώτες, «στην
Πατρίδα μας τι θα πει γιατρός, δεν ξέραμε στον Χατζεφεντή τρέχαμε. Στην
Ελλάδα μάθαμε από γιατρούς, αλλά αν τα πούμε στους εντόπιους, τους
φαίνονται παράξενα». Εκτός από τα άλλα του χαρίσματα είχε και το
προορατικό χάρισμα. Είχε πληροφορηθεί από τον Θεό, πως θα έφευγαν για
την Ελλάδα και έγινε στις 14 Αυγούστου του 1924 μ.Χ. με την ανταλλαγή
των πληθυσμών. Γνώριζε από προηγουμένως και τον θάνατό του και ότι αυτός
θα συνέβαινε σ' ένα νησί. Η αγία του μορφή συνέχεια σκοπούσε Χάρη και παρηγοριά. Το πρόσωπό του έλαμπε από την ασκητική γυαλάδα, που έμοιαζε σαν το χρώμα του φτιασμένου κυδωνιού. Είχε
πια εξαϋλωθεί από τους υπερφυσικούς πνευματικούς αγώνες, που έκανε από
αγάπη στον Χριστό, καθώς και από τους πολλούς του κόπους για την αγάπη
προς το ποίμνιο του, που το ποίμανε πενήντα χρόνια σαν καλός Ποιμένας. Τρεις
μέρες πριν την εκδημία του ήλθε η Παναγία, τον γύρισε σ' όλο το Άγιο
Όρος, τα Μοναστήρια, τους Ναούς που τόσο επιθυμούσε να δει και δεν είχε
αξιωθεί και του είπε ότι σε τρεις ημέρες θα παρουσιαστεί στον Κύριο, που
τόσο πολύ αγάπησε και έδωσε όλο του τον εαυτό σ' Αυτόν. Κοιμήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 1924 μ.Χ. στην Κέρκυρα. Με λίγα λόγια αυτός ήταν ο Άγιος Αρσένιος. Ας έχομε όλοι τις Αγίες του Ευχές. Εορτάζει στις 10 Νοεμβρίου εκάστου έτους.
Ιερά Λείψανα
Τα Ιερά Λείψανα του Οσίου Αρσενίου βρίσκονται στη Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Σουρωτής Θεσσαλονίκης.
Σημείωση:
Από την Κέρκυρα, το 1958 μ.Χ., τα λείψανα του μεταφέρθηκαν από τον
μοναχό Παΐσιο στην Κόνιτσα και το 1970 μ.Χ. από τον ίδιο Αγιορείτη
μοναχό στο γυναικείο μοναστήρι - Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του
Θεολόγου στη Σουρωτή, όπου ο Άγιος μετά τον θάνατό του έκανε πολλά
θαύματα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον αγιοκατέταξε στις 11 Φεβρουαρίου 1986
μ.Χ.
Θαύματα του Οσίου Αρσενίου του Καππαδόκη
Αμέτρητα
είναι τα θαύματα που οφείλονται στον μεγάλο αυτόν Άγιο, όχι μόνο κατά
τη διάρκεια που ήταν εν ζωή, αλλά και μετά την κοίμησή του. Ένα πολύ
μικρό δείγμα αυτών αναφέρονται πιο κάτω (τα θαύματα που αναφέρονται στη
συνέχεια είναι παρμένα από το βιβλίο «Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης» που
έγραψε ο ίδιος ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, ο οποίος ήταν
βαπτιστικός του Αγίου): - Ο Σολομών Κοσκερίδης διηγήθηκε ότι
είχαν πάει μία παράλυτη Τουρκάλα στον Χατζεφεντή (έτσι έλεγαν τότε τον
Άγιο Άρσένιο) μέσα σε μια μπατανία, την οποία διάβασε και έγινε αμέσως
καλά. - Από το Κελμίρι είχαν φέρει μια γυναίκα λεπρή στον
Χατζεφεντή (Άγιος Αρσένιος), την οποία διάβασε και καθαρίσθηκε η λέπρα
της. Και, όπως διηγείται ο Πρόδρομος Κορτσινόγλου, το πρόσωπό της μετά
φαινόταν σαν πρόσωπο παιδιού, τρυφερό. - Η Σωτηρία Χριστοφορίδου
διηγήθηκε ότι μια Τουρκάλα τυφλή, ονόματι Μεριάμα, την είχαν φέρει στον
Πατέρα Αρσένιο, ο οποίος την διάβασε και ήρθε το φως της. - Από
το Σατί, θυμάται ο Ανέστης Καραούσογλου ότι κάποιος Ιερεύς είχε γυναίκα
στείρα και έφερε στον Χατζεφεντή (Άγιος Αρσένιος) ένα φόρεμα της
πρεσβυτέρας να το διαβάσει, για να αποκτήσει παιδιά. Ο Πατήρ Αρσένιος,
αφού το διάβασε, είπε στον Ιερέα: «Η πρεσβυτέρα σου θα γεννήσει κόρη και
να την ονομάσεις Εύα», όπως και έγινε. - Η Στέλλα Κογλανίδου
διηγείται ότι είχαν φέρει στο πατρικό της σπίτι, στα Φάρασσα, έναν βουβό
Τούρκο ηλικίας τριάντα ετών, και ο πατέρας της τον πήρε και τον πήγε
στον Πατέρα Αρσένιο, για να τον διαβάσει και να γίνει καλά. Ενώ ο
Χατζεφεντής (Άγιος Αρσένιος) του διάβαζε το Ευαγγέλιο, πριν ακόμη
τελειώσει, ο βουβός άρχισε να μιλάει. Στη συνέχεια τον πήγε πάλι στο
σπίτι του και ο βουβός μιλούσε. Δηλαδή τον φιλοξένησε και θεραπευμένο,
και την άλλη μέρα τον πήραν οι συγγενείς του και έφυγαν. - Η
Αμαλία Ελευθεριάδου (Ιεχωβίτισσα τώρα) διηγείται πως ο Χατζεφεντής
(Άγιος Αρσένιος) έλεγε από πριν ότι θα πάμε στην Ελλάδα και ότι αυτός θα
ζήσει μόνο σαράντα ημέρες εκεί. Κάποιος Φαρασιώτης, όταν τον άκουσε τον
Χατζεφεντή του είπε: «Τι είσαι συ που τα ξέρεις αυτά; Θεός;» Ο
Χατζεφεντής τότε απάντησε: «Είμαι πιστός δούλος του Θεού και το ξέρω». -
Στην μνήμη του Αγίου Χρυσοστόμου, είχαν καθίσει οι πανηγυριώτες μετά
την Θεία Λειτουργία έξω από τον Ναό και έτρωγαν. Εκεί στον Άγιο
Χρυσόστομο ήταν ένα Αγίασμα το οποίο έβγαινε άφθονο από μια τρύπα ενός
βράχου και έπεφτε σαν καταρράκτης από ψηλά κάτω στον Ζεμαντή ποταμό.
Άλλοτε πάλι τραβιόταν πίσω τελείως και χανόταν. Ενώ λοιπόν έτρωγαν οι
άνθρωποι, σηκώθηκε μια γυναίκα να πάρει λίγο νερό. Εκείνη τη στιγμή το
νερό τραβιόταν πίσω, και η γυναίκα έτρεξε στον Χατζεφεντή (Άγιος
Αρσένιος) και του το είπε. Ο Χατζεφεντής πήρε το Ευαγγέλιο και πήγε στην
τρύπα του βράχου, γονάτισε και διάβασε λίγο, και το νερό ήρθε αμέσως.
Αυτό συνέβαινε πολλές φορές· τραβιόταν το νερό και ερχόταν πάλι μετά από
αρκετό διάστημα. Ο Αναστάσιος Λεβίδης λέγει ότι ήταν το φυσικό
φαινόμενο παλίρροια και άμπωτις. Ο δούλος όμως του Θεού Χατζεφεντής
παρακαλούσε το Αφεντικό του, τον Θεό, και του το έφερνε όποτε ήθελε,
χωρίς να περιμένει. - Ο Γαβριήλ Κορτσινόγλου –ο δεύτερος
Αναγνώστης του Πατρός Αρσενίου– είχε διηγηθεί το εξής: «Είχαμε πάει μια
φορά στον Άγιο Χρυσόστομο με τον Χατζεφεντή και με τον Θείο μου Πρόδρομο
για Θεία Λειτουργία. Ενώ ο Χατζεφεντής ετοιμαζόταν (φορούσε τα Ιερά
του), εγώ πήγα στο Αγίασμα να πάρω νερό για τη Θεία Λειτουργία. Μόλις
έφθασα στο Αγίασμα, εκείνη την στιγμή το νερό τραβιόταν μέσα, και έτρεξα
στον Χατζεφεντή, ο οποίος ήρθε αμέσως με την φυλλάδα στην μασχάλη του,
ενώ με τα χέρια τύλιγε τα κορδόνια από τα επιμάνικα στον δρόμο που
περπατούσε. Μόλις διάβασε στο μάτι του βράχου, το νερό άρχισε να
βροντάει κα να έρχεται. Γέμισα μετά και πήγαμε για την Θεία Λειτουργία». -
Επάνω σ΄έναν βράχο, μέσα σε μια σπηλιά ήταν ένα Εξωκλήσι της Παναγίας
(σό Κάντσι). Οι Φαρασιώτες είχαν προεκτείνει προς τα έξω του βράχου
σανιδένιο εξώστη για ευρυχωρία. Για να φθάσουν μέχρι εκεί, έπρεπε να
ανεβούν σαράντα σκαλοπάτια σκαλιστά στον βράχο και άλλα εκατό είκοσι που
είχαν φτιαγμένα με σανίδες. Σ’ αυτό λοιπόν το Εξωκλήσι είχε πάει να
λειτουργήσει ο Πατήρ Αρσένιος και ο Πρόδρομος, ως συνήθως. Όταν τέλειωσε
η Θεία Λειτουργία , ο Πατήρ βγήλε λίγο στον εξώστη. Εκεί που ακουμπούσε
ξεκαρφώθηκε μια σανίδα και ο Πατήρ έπεσε κάτω στον γκρεμό. Ένας γεωργός
που τον είδε από απέναντι να πέφει άφησε τα βόδια του στον ζυγό και
έτρεξε, για να συμμαζέψει το σκορπισμένο του κορμί, όπως νόμιζε. Ο
πρόδρομος δεν είχε καταλάβει τίποτε, γιατί ήταν μέσα στον Ναό και τον
συγύριζε. Όταν λοιπόν έφθασε ο γεωργός εκεί κοντά στον γκρεμό κάτω, είδε
το κορμί του του Πατρός Αρσενιίου ολόκληρο αλλά ακίνητο, και πήγε να το
πιάσει. Ο Πατήρ όμως είπε στον γεωργό: «Μη μ’ αγγίζεις. Δεν έχω
τίποτε». Έμενε ακίνητος ο Πατήρ, όχι γιατί είχε χτυπήσει, αλλά
από μεγάλη συγκίνηση, δίοτι την ώρα που έπεφτε κάτω στον γκρεμό, τον
πήρε στην αγκαλιά της μια Γυναίκα, τον κατέβασε και τον άφησε. Είχε
νιώσει τον ευατό του, όπως έλεγε, εκείνη την ώρα, σαν να ήταν μωρό παιδί
στην αγκαλιά της μητέρας του. Σηκώθηκε λοιπόν μετά από την συγκίνηση
εκείνη και ανέβηκε από τον γκρεμό και τα εκατόν εξήντα σκαλοπάτια, που
μόνον αυτά συμπλήρωσαν πενήντα μέτρα ύψος, και πήγε ξανά στο Εξωκλήσι
της Παναγίας και διηγήθηκε ότι έγινε στον Πρόδρομο, ο οποίος ήταν
αφοσιωμένος στο συγύρισμα του Ναού και δεν είχε ακόμη καταλάβει τίποτε. Ο
γεωργός επίσης πήγε μετά στα Φάρασσα και το ομολογούσε. - Ένας
Τούρκος από το χωριό Τελέληδες είχε μολύνει το Αγίασμα του Αγίου
Χρυσοστόμου, και ο Άγιος, για να τον παιδαγωγήσει, τον τιμώρησε. Τον
έφεραν και αυτόν στον Χατζεφεντή, για να τον διαβάσει να γίνει καλά. Ο
Πατήρ όμως τον κράτησε μια εβδομάδα, χωρίς να το διαβάσει. Ο Ψάλτης του,
που έβλεπε να κρατάει τον Τούρκο μια εβδομάδα, παραξενεύτηκε και είπε
στον Πατέρα Αρσένιο: «Ναχω την ευχή σου, τι κρατάς μια εβδομάδα αυτόν
τον Τούρκο, ενώ άλλους αρρώστους πιο βαριά τους διαβάζεις και γίνονται
αμέσως καλα;». Και απάντησε ο Άγιος Αρσένιος: «Τον κρατώ για να κάνει
κάνονα, γιατί αυτός έχει χοντρό κεφάλι και δεν τόχει σε τίποτε, μόλις
τον κάνω καλά να πάει αμέσως να ξαναβουτήξει το κασσιδιάρικό του κεφάλι
στον Αγιασμό». Όταν τέλειωσε η εβδομάδα, τότε τον διάβασε και
επανήλθε το πρόσωπό του στην θέση του και του έκανε παρατήρηση του
Τούρκου: «Άλλη φορά, όταν τα βακούφια των Χριστιανών, να τα προσκυνάς
από μακρυά και να παίρνεις δρόμο». - Είχαν φέρει κάποτε από τους
Τελέληδες μια τυφλή Μουσουλμάνα, ονόματι Φάτμα, ημέρα Τετάρτη στον
Χατζηαφέντη, να την διαβάσει να γίνει καλά. Επειδή ήταν έγκλειστος, αφού
χτυπήσαν την πόρτα του κελλιού του αρκετά οι συνοδοί της τυφλής, την
άφησαν απ’ έξω και πήγαν στο Μεσοχώρι. Εκείνη την ώρα μια Φαρασιώτισσα,
που της είχε αγκυλωθεί το χέρι της, πήγε στο κελλί του Χατζηαφέντη και
πήρε από το κατώφλι της πόρτας του χώμα, άλειψε το παθεμένο χέρι της και
έγινε καλά. (Έτσι έκαναν όλοι οι Φαρασιώτες αυτές τις δύο ημέρες, που
έμενε έγκλειστος, και δεν τον ενοχλούσαν). Όταν λοιπόν είδε την τυφλή,
την ρώτησε γιατί περιμένει και η τυφλή της είπε την αιτία. Τότε η
Φαρασιώτισσα της απάντησε: «Τι κάθεσαι και χασομεράς; Δεν ξέρεις ότι ο
Χατζηαφέντης την Τετάρτη και την Παρασκευή δεν ανοίγει; Πάρε χώμα από το
κατώφλιτης πόρτας και τρίψε τα μάτια σου να γίνεις καλά, όπως κάνουμε
και όλοι αυτές τις ημέρες, όταν αρρωσταίνουμε». Η Φαρασιώτισσα
έφυγε και πήγε στην δουλειά της. Η Μουσουλμάνα όμως είχε παραξενευθεί
στην αρχή γι’ αυτό που άκουσε, αλλά μετά έψαξε και βρήκε το κατώφλι,
πήρε χώμα και έτριψε τα μάτια της και αμέσως άρισε να βλέπει θαμπά. Από
την χαρά της τότε πήρε μια πέτρα και χτυπούσε σαν τρελλή την πόρτα του
Πατρός Αρσενίου, ο οποίος άνοιξε και, επειδή είδε πως ήταν Μουσουλμάνα,
ενώ δεν μιλούσε αυτήν την ημέρα, έκανε διάκριση και την ρώτησε τι θέλει.
Του είπε τον λόγο και ο Πατήρ πήρε το Ευαγγέλειο και την διάβασε και
αμέσως της ήρθε όλο της το φως. Εκείνη τότε από την χαρά της έπεσε στα
πόδια του και τον προσκυνούσε με ευλάβεια, αλλ’ ο Πατήρ την μάλωσε και
της είπε: «Εάν θέλεις να προσκυνήσεις, να προσκυνήσεις τον Χριστό που
σου έδωσε το φως και όχι εμένα». Έφυγε μετά χαρούμενη να βρείς τους συνοδούς της και ανεχώρησαν για το χωριό τους. -
Φαρασιώτες από την Δράμα και εγκατεστημένοι στην Θεσσαλονίκη διηγήθηκαν
ότι οι δυο Σέχοι (αρχηγοί Μουσουλμανικών φυλών και μάγοι) από το Χατζή –
Πεχτές είχαν επισκεφθεί τον Πατέρα Αρσένιο. Ο Πατήρ τους δέχθηκε και
τους έφτιαξε καφέ. Οι Σέχοι όμως άρχισαν τις άνοητες και ζαλίσμενες
ερωτήσεις, που έφερναν μόνο πονοκέφαλο. Ο Πατήρ, για να τους ξεφορτωθεί,
τους είπε: «Δεν μπορώ να σας ακούω, γιατί πονάει το κεφάλι μου».
Εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν και είπε ο ένας στον Πατέρα Αρσένιο: «Παπάς
Εφέντης, θα σου φτιάξουμε ένα μουσχά (χαϊμαλί) και, άμα το φορέσεις, σ’
όλη σου την ζωή δεν θα σε πονέσει το κεφάλι σου». Ο Πατήρ τους απάντησε
τότε αυστηρά: «Έχω μεγαλύτερη δύναμη από την δική σας και μπορώ να σας
κάνω με την δύναμη του Χριστού να μην κουνηθήτε καθόλου από τον τόπο που
κάθεσθε». Τους άφησε αμέσως τότε και πήγε δίπλα στο κελλί του.
Όταν είχαν αποτελειώσει τον καφέ τους οι Σέχοι και θέλησαν να φύγουν, με
κανένα τρόπο δεν μπορούσαν να κουνηθούν από τον τόπο που κάθονταν,
διότι ένιωθαν να είναι δεμένοι με ένα αόρατο δέσιμο. Αναγκάσθηκαν τότε
να φωνάξουν τον Πατέρα Αρσένιο, για να τους λύσει. Ο Πατήρ πήγε αμέσως,
αλλά δεν τους μίλησε μόνο νόημα τους έκανε να φύγουν, και έτσι μπόρεσαν
να ξεκοκκαλώσουν από τον τόπο τους. Οι Σέχοι κατάλαβαν το σφάλμα τους
και ζήτησαν συγχώρεση από τον Πατέρα και του είπαν φεύγοντας: «Παπάς
Εφεντής, συγχώρα μας η δύναμη σου είναι μεγάλη, γιατί την παίρνεις από
την μεγάλη σου πίστη. Εμείς με τον σατανά δουλεύουμε». - Ο
Παναγιώτης του Εντζαραπίδη, όταν ήταν είκοσι ετών, είχε τρελλαθεί εξ’
αιτίας μιας κοπέλας, που είχε ερωτευθεί. Η τρέλλα του ήταν πολύ σοβαράς
μοφής και δεν μπορούσαν να τον δέσουν. Τελικά ο αδελφός του μαζί με τους
άλλους, την ώρα που κοιμόταν, τον έδεσαν και τον έφεραν στο Χατζεφεντή.
Μόλις άνοιξε την πόρτα του κελλιού του ο Πατήρ για να δει ποιοι χτυπούν
και τι θέλουν, ο τρελλός παρόλο που ήταν και δεμένος με αλυσίδες,
όρμησε στον Πατέρα Αρσένιο να τον χτυπήσει με τα αλυσοδεμένα χέρια του. Ο
Χατζηαφέντης είπε εκείνη την στιγμή: «Κύριε Ιησού Χριστέ!». Και πάλι
είπε: «Κάτω σατανά». Ο τρελλός μαζεύθηκε αμέσως σαν κουβάρι. Μετά πήρε
το Ευαγγέλιο, τον διαβάσε και έγινε αμέσως καλά. Ύστερα δημιούργησε και
οικογένεια. (Αυτό το διηγούνται οι Φαρασιώτες από την περιοχή της
Δράμας). - Είχαν ληστέψει μια φορά πάλι οι Τούρκοι Ιερά Σκεύη της
Εκκλησίας. Οι Φαρασιώτες ανησυχούσαν και προσπαθούσαν να βρουν τους
κλέφτες. Ο Χατζεφέντης όμως ατάραχος τους λέγει: «Μην ανησυχείτε, θα
δείτε τον Αϊ-Γιώργη να τα φέρνει ξωπίσω». Όταν οι ληστές έφθασαν στο
Καζάν-Ταγή, ενώ ήταν μέρα και ο ουρανός καθαρός, έπεσε απότομα μια
παράξενη μαυρίλα μπροστά τους, που ήταν αδύνατο να προχωρήσουν, ούτε καν
τον ποταμό Φεραχτίν ήταν δυνατόν να περάσουν, που είχαν μπροστά τους.
Κατάλαβαν τότε οι ληστές ότι ήταν από το Θεό αυτό το παράξενο φαινόμενο,
και γύρισαν προς τα Φάρασα, για να επιστρέψουν τα Ιερά Σκεύη. Όταν όμως
προχώρησαν λίγο τον δρόμο προς τα Φάρασα και η μαυρίλα είχε φύγει, το
θεώρησαν για τυχαίο γεγονός και γύρισαν ξανά με τα φορτωμένα ζώα για το
χωριό τους. Με το γύρισμα όμως για το χωριό τους ένιωσαν κάποιον να τους
δέρνει αόρατος και να τους φέρνει έτσι καταπόδι μέχρι τα Φάρασα.
Έφθασαν με τα κλεμμένα Ιερά Σκεύη στα Φάρασα και φώναζαν τους Φαρασιώτες
οι κλέφτες να τα ξεφορτώσουν γρήγορα, γιατί αυτοί με τα χέρια τους
προστάτευαν τα κεφάλια τους από τις ξυλιές που ένιωθαν αόρατως να τρώνε. -
Η Οσία Καραμουρατίδου, όταν ήταν νεόνυμφη, φορούσε μια μανδήλα παρδαλή
Σμυρνιότικη. Ο Πατήρ Αρσένιος επανειλημμένως της έκανε παρατηρήσεις για
να την πετάξει και να φοράει και αυτή σεμνά, όπως όλες οι Φαρασσιώτισσες
αλλά εκείνη δεν άκουγε. Μια ημέρα που την είδε πάλι να την φοράει, της
είπε αυστηρά: «Φράγκικες αρρώστιες στα Φάρασα δε θέλω. Εάν δεν
συμμορφωθείς, να το ξέρεις, τα παιδιά που θα γεννάς, αφού θα
βαπτίζονται, θα φεύγουν αγγελούδια και συ δεν θα χαρείς κανένα». Δυστυχώς
και πάλι δεν είχε συμμορφωθεί, αλλά μόνον της έφυγαν δυο αγγελούδια,
τότε πέταξε τη παρδαλή μανδήλα και πήγε στον Πατέρα Αρσένιο και ζήτησε
συγχώρεση. Ο Πατήρ, αφού την συγχώρεσε, της είπε: «Πήγαινε τώρα στην
ευχή του Χριστού και το πρώτο παιδί που θα γεννήσεις θα είναι αγόρι και
θα το ονομάσουμε Αρσένιο. Το δεύτερο μετά θα είναι κόρη και θα το
ονομάσουμε Ειρήνη». Όπως και έγινε. - Κάποτε πήγαν τρεις
Τούρκοι να ληστέψουν τον Χατζηεφέντη. Επειδή άκουγαν ότι τρέχει πολύς
κόσμος στον Πατέρα Αρσένιο, νόμιζαν ότι θα έχει πολλά χρήματα, ενώ ο
Πατήρ χρήματα ούτε έπιανε στα χέρια του. Οι ληστές λοιπόν πήγαν ημέρα
Τετάρτη, για να τον βρουν σίγουρα στο κελί του, επειδή είχαν υπόψη τους
ότι την Τετάρτη και την Παρασκευή έμενε έγκλειστος στο κελί του. Οι μεν
δυο κλέφτες κάθισαν απ’ έξω, ο δε τρίτος, αφού μπήκε από το παράθυρο,
άνοιξε τη πόρτα του κελιού του και πέρασε το ένα πόδι μέσα. Ο Πατήρ
Αρσένιος, εκείνη την ώρα διάβαζε την νυχτερινή του ακολουθία και όταν
άκουσε θόρυβο, έριξε μια ματιά προς τη πόρτα, την στιγμή ακριβώς που
περνούσε το ένα του πόδι ο ληστής μέσα στο κελί του. Εκείνη η ματιά όμως
του Πατρός Αρσενίου, λες και ήταν δυνατόν ηλεκτρικό ρεύμα, τον
κοκάλωσε, όπως βρισκόταν, με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο απ΄ έξω και
οπλισμένο με τα μαχαίρια και τα φυσεκλίκια του. Ο Πατήρ, μετά την ματιά
εκείνη, συνέχισε την ακολουθία του ατάραχος. Οι άλλοι δυο όμως
ληστές που ήταν απ’ έξω ανησυχούσαν, γιατί άραγε και θα τους έπαιρνε η
ημέρα και μπήκαν και αυτοί. Όταν είδαν το σύντροφό τους ακίνητο με το
πόδι μέσα στο κελί και τα άλλο απ’ έξω, στο μικρό διάδρομο τους έπιασε
τρόμος. Παρακάλεσαν τότε το Πατέρα Αρσένιο να τους συγχωρέσει και να
λύσει το σύντροφο τους από εκείνο το αόρατο δέσιμο. Ο Πατήρ, χωρίς να
διακόψει την ακολουθία του, έκανε νόημα να φύγει, και έτσι μπόρεσε νε
λυθεί, και έφυγαν. Οι Τούρκοι αυτοί μετά το ομολογούσαν και στους άλλους
Τούρκους αυτό που έπαθαν και έλεγαν: «Αμάν, αμάν٠ μην πάτε να ληστέψετε
τον Χατζηεφέντη!». (Αυτό το ανέφεραν οι Φαρασιώτες από την
Θεσσαλονίκη). - Ο Πρόδρομος Εζνεπίδης διηγήθηκε πως μια φορά
είχαν έρθει πολλοί Τούρκοι (Τσέτες) στο χωριό (Φάρασσα) και έτυχε
εκείνος να είναι άρρωστος στο κρεβάτι και να σπαρταράει σαν το ψάρι από
δυνατό ρίγος. Όταν τον ειδοποίησαν, βρέθηκε σε δύσκολη θέση σαν
Πρόεδρος, γιατί έφερνε ευθύνη του χωριού, και είπε σ’ αυτούς που ήταν
γύρω του να τον πιάσουν, όπως ήταν, και να τον πάνε στον Χατζηεφέντη.
Όπως και έκαναν. Ο Χατζηεφέντης, όταν τον είδε σ’ αυτή τη κατάσταση και
έμαθε που είχαν έρθει οι Τούρκοι, ούτε καν τη φυλλάδα του πήρε να τον
διαβάσει, αλλά χωρίς να χασομερήσει καθόλου πήρε ένα τσεραστούπι
(κανδηλοκέρι), το ευλόγησε, το τύλιξε στο δεξί του χέρι και του είπε:
«Πήγαινε παλικάρι, στην ευχή του Χριστού και διώξε τους Τούρκους να μην
μπουν στο χωριό μας». Αμέσως έγινε καλά με την ευχή του, συγκέντρωσε τα
παλληκάρια του χωριού και τους έδιωξε, χωρίς να έχουν ούτε τραυματία. -
Ο Πρόδρομος Εζνεπίδης διηγήθηκε ότι μια φορά είχαν πάει πολλοί Τούρκοι
(Τσέτες), για να πατήσουν τα Φάρασα. Στο χωριό οι άνδρες έλειπαν, άλλοι
στα μακρινά κτήματα και άλλοι στα ταξίδια. Αναγκάστηκε τότε να
μαζέψει τα μικρά παιδιά, μόνο για να δείξουν στόχο γύρω από το Κάστρο
ότι είναι πολλοί, και μετά τα έδιωξε, για να κρυφθούν. Μερικοί
γέροι που ήταν, και αυτοί σκόρπισαν, και τελικά έμεινε μόνος του με την
απόφαση να σκοτωθεί καλύτερα παρά να δει του Τούρκους στο χωριό. Είχαν
τελειώσει όμως οι σφαίρες του και μετά τον έπιασαν ζωντανό οι Τούρκοι.
Αφού τον έδεσαν γερά, τον πήγαν στο σπίτι του και τον ανέβασαν στο δώμα
(ταράτσα), όπου είχαν στήσει τη κρεμάλα του. Εκεί τον βασάνιζαν, για να
τους δώσει ότι είχε και μετά να τον τελειώσουν. Εκείνη τη στιγμή όπου
τον βασάνιζαν, δεν ξέρει πως του ήρθε, είπε στου Τούρκους: «Ό,τι έχω, τα έχω στον Χατζεφεντή». Οι
Τούρκοι δεν χασομερούν και τον πηγαίνουν στον Πατέρα Αρσένιο. Όταν
άνοιξε την πόρτα του ο Πατήρ και είδε αυτή τη σκηνή, πολύ πληγώθηκε, και
μάλιστα μάλωσε τους Τούρκους, που τον είχαν δεμένο, για να τον
ελευθερώσουν γρήγορα, και μάλιστα τους είπε και «παλιότουρκους». Ο
αρχηγός τους θύμωσε και τράβηξε το χατζάρι του, για να κόψει τον
Χατζεφεντή. Ο Χατζεφεντής τότε λέγει στον Τούρκο Καπετάνιο: «Γρήγορα
κατέβασε το χέρι σου κάτω ξερό». Ώ του θαύματος! Το χέρι του
Τούρκου κατέβηκε ξερό κάτω αγκυλωμένο και το χατζάρι του έπεσε κάτω
καταγής. Όταν είδαν αυτό οι άλλοι Τούρκοι της συμμορίας, άρχισαν να
τρέμουν από φόβο και ο αρχηγός με κλάματα να παρακαλεί να του κάνει καλά
το χέρι του. Ο Πατήρ Αρσένιος τότε του σταύρωσε το χέρι του και το
θεράπευσε. Και αφού έλυσαν και τον Πρόεδρο, τους μάλωσε, για να μην
ξαναπατήσουν στο χωριό. Πράγματι από εκείνη τη συμμορία δεν είχε
ξαναπατήσει κανείς στα Φάρασσα. - Ο Ανέστης Καραούσογλου
διηγήθηκε ότι από τα Άδανα ένας μεγάλος εργοστασιάρχης, ονόματι Κοσμάς
Συμεωνίδης, είχε τη γυναίκα του στείρα και έστειλε στον Χατζεφεντή ένα
φόρεμα της, για να το διαβάσει, ο οποίος το διάβασε και της το έστειλε
και, αφού το φόρεσε η γυναίκα του, στο χρόνο απέκτησε παιδί. - O
Κυριάκος Σεφερίδης, ο Αναγνώστης του Πατρός Αρσενίου, διηγήθηκε ότι
είχαν φέρει μια φορά μια δαιμονισμένη Τουρκάλα από τους Τελέληδες
αλυσοδεμένη, με φοβερό δαιμόνιο, που την έλεγαν Τετέβη, την οποία
διάβασε ο Χατζεφεντής με το Ευαγγέλιο και έδιωξε τον δαίμονα από την
γυναίκα και έγινε αμέσως καλά. - Ο Κυριάκος Σεφερίδης διηγήθηκε
ότι μια μέρα είχαν φέρει στα Φάρασα έναν δαιμονισμένο από το Σίσι, υιόν
αξιωματικού Τούρκου. Μόλις ο Χατζεφεντής του διάβασε το Ευαγγέλιο, έγινε
καλά και καθόταν σαν το αρνί ήσυχος, ενώ πριν έσχιζε τα ρούχα και το
πρόσωπό του με τα νύχια του.